Πρέπει να γίνει συνείδηση σε όλους μας ότι θα πρέπει να προτιμάμε, όταν είναι εφικτό, τα ελληνικά προϊόντα αντί των ξένων.
Αφενός, θα ενίσχυε την εγχώρια παραγωγή, διασφαλίζοντας περισσότερες θέσεις εργασίας, και αφετέρου θα περιόριζε επιπλέον τις εισαγωγές συμβάλλοντας στη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και τη σταθεροποίηση του ΑΕΠ..
Η πολιτική λιτότητας που εφαρμόζει η χώρα τα τελευταία χρόνια για να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα έχει οδηγήσει σε επιδείνωση των προσδοκιών, σε συρρίκνωση των διαθέσιμων εισοδημάτων και του αποτελέσματος...
πλούτου (ομόλογα, μετοχές, ακίνητα κ.τ.λ.) και κατά συνέπεια σε πτώση της κατανάλωσης και της καταναλωτικής εμπιστοσύνης.
Η διψήφια πτώση των λιανικών πωλήσεων το ίδιο χρονικό διάστημα αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα της νέας πραγματικότητας, με φόντο τα πολυάριθμα λουκέτα καταστημάτων και επιχειρήσεων και την αύξηση της ανεργίας σε επίπεδα-ρεκόρ για τα δεδομένα των τελευταίων δεκαετιών.
Για πολλούς, αυτή είναι μια δυσάρεστη, αλλά αναπόφευκτη προσαρμογή σε χαμηλότερα επίπεδα κατανάλωσης, που θα περιορίζουν το χάσμα με το επίπεδο παραγωγής.
Όπως ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί, πρόκειται για μια υφεσιακή διαδικασία από τη στιγμή όπου η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας βασίζεται στην ισχυρή εγχώρια ζήτηση, στην οποία η καταναλωτική δαπάνη έχει τη μεγαλύτερη συμβολή.
Θεωρητικά, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να καλυφθούν οι απώλειες από τη συρρίκνωση της κατανάλωσης, που αντανακλώνται στην οικονομική δραστηριότητα, είναι η αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών.
Όμως, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει βραχυπρόθεσμα γιατί αφενός το περιβάλλον, π.χ. ερωτήματα για την παραμονή της χώρας στο ευρώ, δεν βοηθά τις ιδιωτικές επενδύσεις και αφετέρου γιατί θα πρέπει να ληφθούν διαρθρωτικά μέτρα για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, που δεν είναι άμεσης απόδοσης.
Επομένως, η όποια βραχυπρόθεσμη ανακούφιση μπορεί να προέλθει από δύο τομείς:
Πρώτον, από τις εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών όσο η ζήτηση από το εξωτερικό είναι ισχυρή και, δεύτερον, από τη μείωση των εισαγωγών λόγω περιορισμένης εσωτερικής ζήτησης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πτώση της κατανάλωσης έχει προκαλέσει συμπίεση των εισαγωγών, υποβοηθώντας το ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν).
Φυσικά, υπάρχουν παράπλευρες απώλειες καθώς κλείνουν εισαγωγικές εταιρείες και εμπορικά καταστήματα που πουλούσαν εισαγόμενα προϊόντα.
Δεν είναι ασφαλώς ευχάριστο.
Όμως, από την άλλη πλευρά, θα μπορούσε κανείς να αποδεχθεί το επιχείρημα εκείνων που ισχυρίζονται ότι η χώρα διέθετε πολύ περισσότερα τέτοια καταστήματα και επιχειρήσεις από όσα θα μπορούσε να συντηρήσει με πιο διατηρήσιμα επίπεδα καταναλωτικής δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Να υπενθυμίσουμε ότι η ιδιωτική και η δημόσια κατανάλωση στην Ελλάδα ξεπερνούσαν το 88% του ΑΕΠ την περίοδο 2000-2009, όταν στις περισσότερες από τις άλλες χώρες της ευρωζώνης κυμαίνονταν μεταξύ του 70% και του 80% του ΑΕΠ.
Επανερχόμαστε, λοιπόν, στο αρχικό ερώτημα τι θα μπορούσε να γίνει βραχυπρόθεσμα ώστε να σταθεροποιηθεί ταχύτερα η εθνική οικονομία και να κερδίσει η χώρα χρόνο για να προσελκύσει περισσότερες επενδύσεις και να βελτιώσει τις εξαγωγικές επιδόσεις της.
Η απάντηση είναι να γίνει συνείδηση στον κόσμο μέσω καμπάνιας των ενδιαφερόμενων επαγγελματικών ομοσπονδιών και συλλόγων ότι θα πρέπει να προτιμά, όταν είναι εφικτό, τα ελληνικά προϊόντα αντί των ξένων.
Με αυτόν τον τρόπο, θα διοχετεύεται μεγαλύτερο μέρος της συμπιεζόμενης καταναλωτικής δαπάνης σε προϊόντα και πρώτες ύλες που παράγονται στην Ελλάδα, επιτυγχάνοντας με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια.
Αφενός, θα ενισχύει την εγχώρια παραγωγή, διασφαλίζοντας περισσότερες θέσεις εργασίας, και αφετέρου θα περιορίζει επιπλέον τις εισαγωγές συμβάλλοντας στη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και στη σταθεροποίηση του ΑΕΠ.
Μπορεί, λοιπόν, η συμπίεση της κατανάλωσης να είναι αναπόφευκτη, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η οικονομία δεν μπορεί να βγει από το τούνελ της ύφεσης ταχύτερα αν το παλιό σύνθημα «αγοράζω ελληνικά» γίνει συνείδηση στη μεγάλη μάζα του κόσμου.
http://greece-salonika.blogspot.com
Αφενός, θα ενίσχυε την εγχώρια παραγωγή, διασφαλίζοντας περισσότερες θέσεις εργασίας, και αφετέρου θα περιόριζε επιπλέον τις εισαγωγές συμβάλλοντας στη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και τη σταθεροποίηση του ΑΕΠ..
Η πολιτική λιτότητας που εφαρμόζει η χώρα τα τελευταία χρόνια για να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα έχει οδηγήσει σε επιδείνωση των προσδοκιών, σε συρρίκνωση των διαθέσιμων εισοδημάτων και του αποτελέσματος...
πλούτου (ομόλογα, μετοχές, ακίνητα κ.τ.λ.) και κατά συνέπεια σε πτώση της κατανάλωσης και της καταναλωτικής εμπιστοσύνης.
Η διψήφια πτώση των λιανικών πωλήσεων το ίδιο χρονικό διάστημα αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα της νέας πραγματικότητας, με φόντο τα πολυάριθμα λουκέτα καταστημάτων και επιχειρήσεων και την αύξηση της ανεργίας σε επίπεδα-ρεκόρ για τα δεδομένα των τελευταίων δεκαετιών.
Για πολλούς, αυτή είναι μια δυσάρεστη, αλλά αναπόφευκτη προσαρμογή σε χαμηλότερα επίπεδα κατανάλωσης, που θα περιορίζουν το χάσμα με το επίπεδο παραγωγής.
Όπως ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί, πρόκειται για μια υφεσιακή διαδικασία από τη στιγμή όπου η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας βασίζεται στην ισχυρή εγχώρια ζήτηση, στην οποία η καταναλωτική δαπάνη έχει τη μεγαλύτερη συμβολή.
Θεωρητικά, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να καλυφθούν οι απώλειες από τη συρρίκνωση της κατανάλωσης, που αντανακλώνται στην οικονομική δραστηριότητα, είναι η αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών.
Όμως, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει βραχυπρόθεσμα γιατί αφενός το περιβάλλον, π.χ. ερωτήματα για την παραμονή της χώρας στο ευρώ, δεν βοηθά τις ιδιωτικές επενδύσεις και αφετέρου γιατί θα πρέπει να ληφθούν διαρθρωτικά μέτρα για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, που δεν είναι άμεσης απόδοσης.
Επομένως, η όποια βραχυπρόθεσμη ανακούφιση μπορεί να προέλθει από δύο τομείς:
Πρώτον, από τις εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών όσο η ζήτηση από το εξωτερικό είναι ισχυρή και, δεύτερον, από τη μείωση των εισαγωγών λόγω περιορισμένης εσωτερικής ζήτησης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πτώση της κατανάλωσης έχει προκαλέσει συμπίεση των εισαγωγών, υποβοηθώντας το ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν).
Φυσικά, υπάρχουν παράπλευρες απώλειες καθώς κλείνουν εισαγωγικές εταιρείες και εμπορικά καταστήματα που πουλούσαν εισαγόμενα προϊόντα.
Δεν είναι ασφαλώς ευχάριστο.
Όμως, από την άλλη πλευρά, θα μπορούσε κανείς να αποδεχθεί το επιχείρημα εκείνων που ισχυρίζονται ότι η χώρα διέθετε πολύ περισσότερα τέτοια καταστήματα και επιχειρήσεις από όσα θα μπορούσε να συντηρήσει με πιο διατηρήσιμα επίπεδα καταναλωτικής δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Να υπενθυμίσουμε ότι η ιδιωτική και η δημόσια κατανάλωση στην Ελλάδα ξεπερνούσαν το 88% του ΑΕΠ την περίοδο 2000-2009, όταν στις περισσότερες από τις άλλες χώρες της ευρωζώνης κυμαίνονταν μεταξύ του 70% και του 80% του ΑΕΠ.
Επανερχόμαστε, λοιπόν, στο αρχικό ερώτημα τι θα μπορούσε να γίνει βραχυπρόθεσμα ώστε να σταθεροποιηθεί ταχύτερα η εθνική οικονομία και να κερδίσει η χώρα χρόνο για να προσελκύσει περισσότερες επενδύσεις και να βελτιώσει τις εξαγωγικές επιδόσεις της.
Η απάντηση είναι να γίνει συνείδηση στον κόσμο μέσω καμπάνιας των ενδιαφερόμενων επαγγελματικών ομοσπονδιών και συλλόγων ότι θα πρέπει να προτιμά, όταν είναι εφικτό, τα ελληνικά προϊόντα αντί των ξένων.
Με αυτόν τον τρόπο, θα διοχετεύεται μεγαλύτερο μέρος της συμπιεζόμενης καταναλωτικής δαπάνης σε προϊόντα και πρώτες ύλες που παράγονται στην Ελλάδα, επιτυγχάνοντας με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια.
Αφενός, θα ενισχύει την εγχώρια παραγωγή, διασφαλίζοντας περισσότερες θέσεις εργασίας, και αφετέρου θα περιορίζει επιπλέον τις εισαγωγές συμβάλλοντας στη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και στη σταθεροποίηση του ΑΕΠ.
Μπορεί, λοιπόν, η συμπίεση της κατανάλωσης να είναι αναπόφευκτη, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η οικονομία δεν μπορεί να βγει από το τούνελ της ύφεσης ταχύτερα αν το παλιό σύνθημα «αγοράζω ελληνικά» γίνει συνείδηση στη μεγάλη μάζα του κόσμου.
http://greece-salonika.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου