Του Αντώνη Ρουπακιώτη (Αυγή, 24/02/2006)
“Ι. Η πολιτική επιστράτευση κηρύχθηκε με
την επίκληση των άρθρων 22 και 112 του Συντάγματος και του άρθρου 2 Ν.Δ.
171/1974. Το διάταγμα αυτό δεν έχει καταργηθεί μέχρι σήμερα, αλλά δεν
εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπως η απεργία των ναυτεργατών και αυτό γιατί
εκδόθηκε μετά την πτώση της δικτατορίας υπό την ισχύν του Συντάγματος
1952 με βάση τη Συντακτική Πράξη 1.8.1974, με σκοπό να αντιμετωπιστούν
καταστάσεις μέγιστης ανάγκης της εποχής εκείνης, μεταξύ των οποίων δεν
περιλαμβάνεται η απεργία.
Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι, ενώ
ψηφίστηκαν μεταγενέστεροι νόμοι με σκοπό την αντιμετώπιση σοβαρών
καταστάσεων ανάγκης (π.χ. άρθρο 2 Ν. 2641/1998), όχι μόνο δεν υπήρξε
αναφορά στην αντιμετώπιση απεργιών με πολιτική επιστράτευση, αλλά,
αντίθετα, με το
άρθρο 16 Ν. 2936/2001 αντικαταστάθηκε το άρθρο 2 παρ. 5
Ν.Δ. 17/74 και ορίστηκε ότι ως “κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι κάθε
αιφνίδια κατάσταση, που προκαλείται από \φυσικά\ ή άλλα \γεγονότα
τεχνολογικά\ ή \πολεμικά\ και έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ή την
απειλή δημιουργίας εκτεταμένων απωλειών – ζημιών και καταστροφών σε
έμψυχο ή άψυχο δυναμικό της χώρας ή την παρακώλυση και διατάραξη της
οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας”.
Και μόνη η ανάγνωση του άρθρου αυτού
πείθει ότι δεν προβλέπεται η απεργία ως αιτία διατάραξης της οικονομικής
και κοινωνικής ζωής, όπως επικαλείται η κυβέρνηση, ώστε να δικαιολογεί
τη λήψη της απόφασης αυτής.
ΙΙ. Εκτός από τους λόγους αυτούς μετά την
έκδοση του παραπάνω Ν.Δ. 17/1974 ακολούθησε η ψήφιση του Συντάγματος
1975, με το άρθρο 23 του οποίου αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά με
συνταγματικό κανόνα το δικαίωμα της απεργίας, και με το άρθρο 22 παρ. 3
\”Απαγορεύεται οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας\. Ειδικοί νόμοι
ρυθμίζουν τα σχετικά με την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών σε περίπτωση
πολέμου ή επιστράτευσης ή για την αντιμετώπιση αναγκών της άμυνας της
χώρας ή επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από θεομηνία ή ανάγκης που μπορεί
να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, καθώς και τα σχετικά με την
προσφορά προσωπικής εργασίας στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης για
την ικανοποίηση τοπικών αναγκών”.
Έτσι μετά την ψήφιση του Συντάγματος 1975
το Ν.Δ. 17/74, στο μέτρο που, αναποτελεσματικά, επικαλείται αυτό η
πρωθυπουργική απόφαση, ήταν ανίσχυρο με βάση και τα άρθρα 22 αλλά και
112 του Συντάγματος και τα οποία μάλιστα προς ειρωνεία επικαλείται η
απόφαση αυτή. Σε κάθε περίπτωση είναι προφανές ότι δεν συντρέχουν οι
προϋποθέσεις επιβολής αναγκαστικής εργασίας, με την επιλογή της
πολιτικής επιστράτευσης, πολύ περισσότερο δεν είναι επιτρεπτή αυτή ως
μέτρο διευθέτησης κοινωνικών ανταγωνισμών, όπως το χρησιμοποίησε η
κυβέρνηση στην περίπτωση των ναυτεργατών.
Σ’ αυτά προστίθεται ότι και πριν από τη
ρύθμιση αυτή του Συντάγματος η επιβολή αναγκαστικής εργασίας
απαγορευόταν με την 105/1950 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας, η οποία είχε
ενταχθεί στο εθνικό μας δίκαιο με τον Ν. 2329/53 και εν συνεχεία με το
Ν.Δ. 53/1974, μετά την ψήφιση δε του Συντάγματος 1975 και με βάση το
άρθρο 28 παρ. 1 αυτού, οι διεθνείς συμβάσεις από την επικύρωσή τους με
νόμο υπερισχύουν από κάθε αντίθετη διάταξη νόμου.
Κατά συνέπεια και αν υποτεθεί ότι υπήρχε
διάταξη νόμου που προέβλεπε τη δυνατότητα επιβολής αναγκαστικής
εργασίας, από την ισχύ του Συντάγματος 1975 για την πρόσθετη αυτή αιτία
είναι ανίσχυρη και έτσι απαγορεύεται αυτή με οποιαδήποτε μορφή.
ΙΙΙ. Ωστόσο, στην περίπτωση της ΠΝΟ
υπάρχει και τρίτος λόγος που θέτει εκτός θεσμικής αποδοχής την
πρωθυπουργική απόφαση για πολιτική επιστράτευση των ναυτεργατών και
αυτός αναφέρεται στο σημαντικό γεγονός ότι με τη σπάνια για τα δικαστικά
χρονικά 1701/2006 απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κρίθηκε
νόμιμη η απεργία της ΠΝΟ, η οποία μάλιστα, κατά δυσμενή εξαίρεση,
πραγματοποιείται, όχι στο πλαίσιο του Ν. 1264/82, αλλά του αλήστου
μνήμης Ν. 330/76.
Έτσι με την απόφαση για πολιτική
επιστράτευση των ναυτεργατών δημιουργήθηκε ουσιαστικό πρόβλημα τήρησης
δημοκρατικής νομιμότητας, όταν η κυβέρνηση απέδειξε ότι, αφενός δεν
σέβεται τις αποφάσεις των δικαστηρίων ως μόνων κατά το Σύνταγμα αρμοδίων
να κρίνουν τη νομιμότητα της συμπεριφοράς των πολιτών ή των αρμόδιων
οργάνων, παραβιάζοντας η ίδια τον νόμο, που υποχρεώνει όλους να σέβονται
τις δικαστικές αποφάσεις και επιπλέον επέλεξε, χωρίς καν να εξαντλήσει
τα όρια του διαλόγου, το έσχατο μέσο της πολιτικής επιστράτευσης,
απαξιώνοντας θεσμούς και κανόνες, για τους οποίους αιωρείται τελικά το
ερώτημα: Υπάρχουν για να γίνονται σεβαστοί και να τηρούνται ή να
ευτελίζονται και να παραβιάζονται;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου