«Θα δω, δηλαδή, επιτέλους έναν «Μακμπέθ» της προκοπής;», επέμενε. Ακόμα θυμόταν, έναν άλλο, υπερμοντέρνο και γεμάτο χοντρά σύμβολα, από τον οποίο πριν λίγα χρόνια είχε φύγει από τη μέση. Αλλά κι αυτήν, όπως όλους μας, την είχε γεμίσει προσδοκίες η προηγούμενη σεξπιρική παράσταση του Θωμά Μοσχόπουλου, η καταπληκτική «Δωδεκάτη νύχτα».
Τι να της πω, λοιπόν, για τον «Μακμπέθ» της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, μια από τις πιο αναμενόμενες της σεζόν; Ούτε που θα φανταζόμουνα ότι αυτός ο γενικά μετρημένος σκηνοθέτης θα με ανάγκαζε να περιγράφω – όσο πιο πιστά γινόταν- εντυπωσιακά σκηνικά, άπειρα εφέ (εντάξει τα χρειάζεται ένα έργο με φαντάσματα και μάγισσες), βίντεο, φιλμάκια εποχής, χορούς και μουσικές. Ήταν ένας τρόπος να καθυστερήσω χρονικά το ραπόρτο μου για το ψαχνό της παράστασης, να καμουφλάρω την αμηχανία μου απέναντι
σ’ αυτό. Τι να της πω, λοιπόν, για τον «Μακμπέθ» της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, μια από τις πιο αναμενόμενες της σεζόν; Ούτε που θα φανταζόμουνα ότι αυτός ο γενικά μετρημένος σκηνοθέτης θα με ανάγκαζε να περιγράφω – όσο πιο πιστά γινόταν- εντυπωσιακά σκηνικά, άπειρα εφέ (εντάξει τα χρειάζεται ένα έργο με φαντάσματα και μάγισσες), βίντεο, φιλμάκια εποχής, χορούς και μουσικές. Ήταν ένας τρόπος να καθυστερήσω χρονικά το ραπόρτο μου για το ψαχνό της παράστασης, να καμουφλάρω την αμηχανία μου απέναντι
Μάταιος κόπος. «Και το δράμα του Μακμπέθ, παιδάκι μου;», συνέχιζε ανελέητη αυτή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου. Οι φόνοι του για να γίνει βασιλιάς και να κρατήσει την εξουσία; Η σχέση του με την λαίδη, που τον σπρώχνει και τον καθοδηγεί; Οι ενοχές, που τον καταδιώκουν σαν φαντάσματα και δάση;
Δεν ήξερα τι να της απαντήσω. Είχα περάσει δύσκολες στιγμές προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω, να χωνέψω, να συλλάβω σε κάθε τους λεπτομέρεια, να εντάξω, εν τέλει, στον κόσμο του Μακμπέθ, τις σκηνικές λύσεις του Μοσχόπουλου. Με μαγνήτιζαν και με απομάκρυναν από τον λόγο, ακόμα και από τις ερμηνείες του Αργύρη Ξάφη και της Άννας Μάσχα.
Την σκηνοθετική επιλογή το μεγαλύτερο μέρος του έργου να εκτυλίσσεται σε νοσοκομείο του Α’ παγκοσμίου πολέμου. Τους στρατιώτες με τις σκωτσέζικες φουστίτσες, που χόρευαν πάνω στα κρεβάτια. Τις μάγισσες, που θύμιζαν καθησυχαστικές νοσοκόμες, με ποδίτσες και τρέιλερ για φάρμακα. Τη Τζίντζερ Ρότζερς και τον Φρεντ Αστέρ, που χόρευαν στη γιγαντοοθόνη, σαν να δίδασκαν τα βήματα στο σατανικό ζευγάρι, που ομοίως στροβιλιζόμενο, κομψό και χολιγουντιανό, σχεδίαζε τον φόνο του βασιλιά.
Σατανικό; Γράψε λάθος. Λένε, και το πιστεύει και ο Μοσχόπουλος, πως ο Μακμπέθ είναι ο πιο συμπαθής κακός του Σέξπιρ. Με άλλα λόγια, ότι έπρεπε να αφήσουμε έξω από τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών την καλοκαιρινή, ισοπεδωτική επίδειξη πανουργίας και υποκριτικής ευφυΐας από τον Κέβιν Σπέισι στον Ριχάρδο Γ’. Και άντε ότι το καταφέρνουμε. Βοηθάει και το ότι έχουμε μάθει να εμπιστευόμαστε τον Αργύρη Ξάφη, ακόμα κι όταν τρομάζουμε να τον αναγνωρίσουμε με το καινούργιο λουκ του.
Είναι δυνατόν, όμως, ένας Λένιν στο πιο στρουμπουλό του να σέρνει επί σκηνής το χορό μιας τόσο αποδραματοποιημένης, φλατ παράστασης; Αντί να πειστώ ότι ο «Μακμπέθ είναι το κακό που είναι το καλό», αντί να ταυτιστώ, έτσι σαν ένας από μάς που ήταν, και να δεχτώ τα πάθη του, έμεινα ψυχρή και αδιάφορη. Αντίθετα στο τέλος της παράστασης τού Μέντες είχα χύσει κρυφά ένα δάκρυ για αυτό το τέρας τον Ριχάρδο. Ορκίζομαι στον Θεό, όχι γιατί τον έπαιζε ο Κέβιν.
Κανείς μας πια δεν συμβιβάζεται με παραστάσεις, που μετατρέπουν τον Σέξπιρ σε κλασικά εικονογραφημένα. Είμαστε πανέτοιμοι να δεχτούμε κάθε απρόοπτη, πρωτότυπη ,ανατρεπτική εικόνα. Φτάνει να μάς αφήνει τον αναγκαίο χώρο για να επικοινωνήσουμε με τον μύθο, που ο καθένας έχει μέσα του για το έργο. Η παράσταση στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών γειώνοντας τους ήρωες και αποθεώνοντας το σκηνικό τους περίβλημα με προκαλεί, βέβαια, να την ξαναδώ. Για να καρφώσω αυτή τη φορά τα μάτια μου στον Ξάφη και την Μάσχα. Μόνο. Μήπως και παρασυρθώ και συμμετάσχω, της είπα. Αλλά αυτή μου είχε ήδη κλείσει το τηλέφωνο.
*Η Βένα Γεωργακοπούλου είναι δημοσιογράφος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου