Στην Ελλάδα, στην Αθήνα, ίσως για πρώτη φορά ιστορικά- και σίγουρα για πρώτη φορά μετά το 1936- εξαπολύονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, οργανωμένα πογκρόμ εναντίον μεταναστών και Ελλήνων πολιτών, που οι πολιτικοί επίγονοι των σφαγέων του Διστόμου και των ταγματασφαλιτών αξιολογούν ως μιάσματα.
Πολίτες μαχαιρώνονται και ξυλοκοπούνται, οργανώνονται δολοφονικές, τρομοκρατικές επιθέσεις από ομάδες ανθρώπων που ευθέως συνδέονται ή και ανήκουν σε πολιτικές οργανώσεις, οι οποίες λειτουργούν πια ως συμμορίες. Δε θα αργήσει η ώρα, αν δε συμβαίνει ήδη, που οι συμμορίες αυτές θα αποκτήσουν και εγκληματικό βραχίωνα, πουλώντας προστασία και αναμειγνυόμενες σε σειρά παρανόμων δραστηριοτήτων. Επίσης, πολύ σύντομα τα πογκρόμ θα εξαπολύονται εξίσου εναντίον μεταναστών και Ελλήνων δημοκρατών και αριστερών, στο πλαίσιο εκστρατείας ελέγχου γειτονιών στην Αθήνα ή αλλού και δημιουργίας “καθαρών” χώρων.
Τα φαινόμενα αυτά δεν είναι πρωτοφανή: έλαβαν χώρα στην κεντρική Ευρώπη του μεσοπολέμου και στη μετά- σοβιετική Ανατολική Ευρώπη. Εκεί που υλοποιήθηκαν ταυτόσημες, καταστροφικές πολιτικές, με το μνημονιακό- νεοφιλελεύθερο μονόδρομο που και εδώ, πρώτα η κυβέρνηση Παπανδρέου και πλέον η κυβέρνηση Παπαδήμου εφαρμόζουν.
Το ότι η ενδυνάμωση του ρατσιστικού και φασιστικού εξτρεμισμού εντοπίζεται σε περιόδους οξείας καπιταλιστικής κρίσης είναι γνωστό. Το ξαφνικό σοκ βραχυπρόθεσμα ή και μακροπρόθρσμα, εάν δε συγκροτηθεί ισχυρή, προοδευτική, κοινωνική πρωτοπορία ενισχύει την τάση μετατροπής του λαού σε μάζα και η μάζα λατρεύει την ψευδαίσθηση ασφάλειας που μπορεί να προσφέρει ένα αυταρχικό σύστημα εξουσίας.
Αυτό όμως που συχνά ξεχνούμε είναι πόσο χρήσιμοι γίνονται οι φασίστες για συγκεκριμένα τμήματα του κεφαλαίου που επιδιώκουν να κερδοσκοπίσουν μέσα στην κρίση εις βάρος του λαού. Πίσω από τη συσκοτιστική προπαγάνδα περί “εθνικού κινδύνου” και “αφύπνισης” ή “αναγέννησης του έθνους” με την οποία οι φασίστες θέλουν να ταϊσουν τα θύματα της καπιταλιστικής κρίσης, οι ομάδες αυτές στήνουν τις πλέον κερδοφόρες μπίζνες με τα πιο χυδαίες, παρασιτικές μερίδες του κεφαλαίου, προτού ακόμα γίνουν αποδεκτοί στην “καλή κοινωνία” του μεγάλου κεφαλαίου
και εμφανιστούν στο πολιτικό προσκήνιο ως θεσμικοί παράγοντες.
Το κέντρο της Αθήνας αφήνεται να σαπίσει όχι τυχαία ή από “λάθη” χειρισμών: το πάχτωμα εξαθλιωμένων μεταναστών σε συγκεκριμένες περιοχές αποτελεί τη βάση του ιδιωτικού real estate. Άλλωστε, η εγκατάλειψη των κατοίκων στην τύχη τους, η έλλειψη συστηματικής, δημόσιας και δημοκρατικής πολιτικής για την Αθήνα όπως και για τις άλλες μεγάλες πόλεις δεν είναι σημερινά φαινόμενα. Γενιές εργολάβων, φίλων τους πολιτικών και λοιπών επιχειρηματιών κερδοσκόπισαν χάρη στη στρατηγικού χαρακτήρα επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου να αναδομήσει τις πόλεις μας με τον πλέον άναρχο και μη βιώσιμο τρόπο. Οι μετανάστες καθίστανται εξαιτίας μακροχρόνιων κυβερνητικών πολιτικών που τους στερούν κάθε προοπτική νομιμότητας- άρα και φυγής από την Ελλάδα συχνά- εργασιακής ασφάλειας και δικαιωμάτων ένα καίριο εργαλείο για την απαξίωση και άρα την υποτίμηση των αξιών των περιοχών στις οποίες στιβάζονται.
Εδώ έρχεται ο ρόλος των “χρησίμων” φασιστών. Αφού διαμορφωθεί ένας κοινωνικός βάλτος σε μια σειρά περιοχών, όπου εργαζόμενοι και εξαθλιωμένοι συγκρούονται μεταξύ τους στον καμβά της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής εμφανίζονται οι φασιστικές συμμορίες για να παίξουν το ρόλο του “εκκαθαριστή”. Στήνουν ένα σκηνικό βίας με την ανοχή των αρχών, όπου αναλαμβάνουν από τη μια να ελέγξουν περιοχές στήνοντας σταδιακά μικρές χούντες προς όφελος εκείνων που θα ασκήσουν την ιδιωτική πολιτική γης. Από την άλλη οι συμμορίες αυτές κερδίζουν σε ψήφους, ισχύ και προβολή, παίζοντας πάνω στο – δικαιολογοημένο- φόβο και ανασφάλεια πληθυσμιακών ομάδων.
Επιπλέον όμως παίζουν και δύο ακόμα χρήσιμους ρόλους: Βοηθούν στην εκτροπή της αναζήτησης ενός μεγάλου μέρους των πολιτών από τις πραγματικές αιτίες και από την αληθινή φύση της κρίσης σε εθνικιστικές ή και μεταφυσικές φαντασιώσεις. Αντί της μάχης για τους αναγκαίους μετασχηματισμούς στις παραγωγικές σχέσεις, αντί της σύγκρουσης με τον καπιταλισμό και δη τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του, αντί του αγώνα για παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και για εμβάθυνση της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας προωθούν τον αυταρχισμό- σταθερό σύμμαχο πάντα και παντού του νεοφιλελευθερισμού- και τη φυγή από την πραγματικότητα προς ένα μυθικό, αποκαθαρμένο “εθνικό” μέλλον. Κάτω από ένα κακοδουλεμένο σενάριο κρατικού καπιταλισμού κλείνουν το μάτι, όπως έκαναν και οι πολιτικοί τους πρόγονοι, σε πελατειακά και παρασιτικά επιχειρηματικά συμφέροντα που κάθε άλλο παρά δυσαρεστούνται με την προοπτική ενός δημοσίου βίου που θα ασχολείται με το “ελληνικό χρωμόσωμα”, με τη μάχη Ελλήνων και μεταναστών, με την τάξη και με την ασφάλεια μόνο, αντί με τη φύση του συστήματος που προκαλεί την κρίση και το μετασχηματισμό του.
Επίσης, οι φασιστικές συμμορίες σύντομα θα παίξουν τον παρακρατικό ρόλο- αν δεν τον παίζουν ήδη- της σύγκρουσης με τα πλέον προωθημένα τμήματα του εργαζομένου λαού. Είναι αυτές που την κατάλληλη στιγμή θα προσπαθήσουν να διασφαλίσουν την καπιταλιστική “ευνομία, ησυχία και ευταξία” ενάντια στους εργατικούς αγώνες. Που θα παλέψουν για τη συντριβή κοινωνικών κινημάτων τα οποία θα θέσουν ευθέως πολιτικά και όχι μόνο κλαδικά προτάγματα. Πέραν των ιστορικών παραδειγμάτων αρκεί κανείς να δει τη συμπεριφορά του ΛΑΟΣ: από ρητορικές εξάρσεις αντί- αμερικανισμού και αντί- καπιταλισμού, με μνείες στον Τσάβες και στον στον Τσε, κατέστη μόλις το απαίτησαν συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα και εν γένει ο στρατηγικός προσανατολισμός του ελληνικού παρασιτικού κεφαλαίου, ένας από τους βασικούς πυλώνες της μνημονιακής και νεοφιλελεύθερης στρατηγικής, με τρόπο προκλητικό και ακραία επιθετικό προς κάθε λαϊκή κινητοποίηση και αγώνα. Οι τυχοδιωκτισμοί των στελχών του, οι τζάμπα μαγκές τους καταλήγουν πάντα στην προώθηση των πλέον εκβιαστικών διλημμάτων, με αντάλλαγμα την αποδοχή του ως συστημικού κόμματος και συνομιλητή από το ντόπιο κατεστημένο.
Σταδιακά το ίδιο συμβαίνει και με τη Χρυσή Αυγή. Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ τα κόμματα της αριστεράς αναγκάζονται να απολογούνται για γιαουρτώματα βουλευτών, που συχνά συμβαίνουν από πρώην ψηφοφόρους τους, κανείς ούτε καν καλεί τη Χρυσή Αυγή να καταδικάσει τα ρατσιστικά πογκρόμ. Κανένας εισαγγελέας δε διεξάγει έρευνα για σωρεία εγκληματικών δραστηριοτήτων, τρομοκρατικής φύσης με μήτρα οργανώσεις του ακροδεξιού χώρου. Η αστυνομία στην καλύτερη περίπτωση αδιαφορεί για την ακροδεξιά τρομοκρατία. Και κυρίως καμιά δημόσια, δημοκρατική, αλληλέγγυα και βιώσιμη πολιτική για τα κέντρα των πόλεων- και δη της Αθήνας- όπως και για το μεταναστευτικό εν γένει δεν έχει αναπτυχθεί. Το θέμα θάβεται από το ΜΜΕ όσο η ακροδεξιά κάνει τη “χρήσιμη” βρωμοδουλειά της, προκειμένου να αναδειχθεί και πάλι προεκλογικά ως εργαλείο αποπροσανατολισμού.
Σήμερα λοιπόν, είναι απαραίτητο να δομηθεί ένα αντί- νεοφιλελεύθερο αλλά και αντί- φασιστικό μπλοκ δυνάμεων. Μέσα από τη συζήτηση γύρω από τα τρία βασικά ερωτήματα- τι βιώνουμε, τι να κάνουμε, ποιοι- πρέπει να καταστήσουμε σαφή τη φύση της κρίσης που βιώνουμε ως καπιταλιστικής στη βάση της και ως κρίσης περιορισμού της δημοκρατίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Κατά συνέπεια στο τι να κάνουμε, ανάμεσα στα άλλα συμπεριλαμβάνεται η σύγκρουση με όσους διαλύουν την αλληλεγγύη των εργαζομένων, εχθρεύονται τη δημοκρατία και συσκοτίζουν το λαό ως προς την πραγματική φύση της κρίσης. Αυτοί δεν είναι μόνο το παρασιτικό κεφάλαιο και οι νεοφιλελεύθεροι αλλά και όλοι εκείνοι που τους κάνουν τη βρωμοδουλειά: οι φασιστικές και ακροδεξιές συμμορίες- οργανώσεις.
Αυτή η μάχη όμως δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε μια επικίνδυνη ατραπό: η μάχη κατά της ακροδεξιάς δεν είναι μάχη κατά του πατριωτισμού, ούτε συνεπάγεται υποτίμηση της επίπτωσης της καπιταλιστικής κρίσης στην εθνική κυριαρχία της χώρας. Ο κοσμοπολιτισμός, που επίσης συχνά ο νεοφιλελευθερισμός χρησιμοποιεί, με την αφέλειά του και την αδιαφορία για τους συνεκτικούς ιστούς των δομημένων κοινοτήτων σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο δεν μπορεί ούτε και πρέπει να απαντήσει σε εύλογες αγωνίες πολιτών που προκύπτουν από τις νέες εστίες δικινδύνευσης.
Η αριστερά, όπως και ο δημοκρατικός και προοδευτικός χώρος δεν πρέπει να ξεχνούν ότι ο συνδυασμός λαϊκής κυριαρχίας, εθνικής κυριαρχίας, κοινωνικής απελεύθερωσης και αλληλεγγύης, είτε ρητά, είτε άρρητα ήταν αυτός που καθοδήγησε τον πλέον επωφελή για το λαό πατριωτισμό. Διαμόρφωσε στον 20ο αιώνα την έννοια του πατριωτισμού, κόντρα στην αντιδραστική και εθνικά καταστροφική εθνικοφροσύνη, με κορυφώσεις από το '40 και δώθε, την εθνική αντίσταση και τον αγώνα για δημοκρατία, το δοσιλογισμό, τη χούντα και την προδοσία της Κύπρου αντίστοιχα.
Η ακροδεξιά αποτελεί τον αμετανόητο πολιτικό επίγονο της καταστροφικής έως και προδοτικής εθνικοφροσύνης. Εϊναι καιρός ο εν γένει προοδευτικός, δημοκρατικός και αριστερός χώρος να συγκροτήσει σε ένα ευρύ μπλοκ δυνάμεων για την προοδευτική έξοδο από την κρίση και άρα τη σύγκρουση με το νεοφιλελευθερισμό και τους “χρήσιμους” φασίστες, προτού βρεθούμε προ φαινομένων ξένων προς την ελληνική ιστορία που θα μας ατιμάσουν ως λαό. Διότι η ανοχή ή και η συμμετοχή εκτεταμένων τμημάτων ενός λαού- που ευτυχώς στην Ελλάδα ιστορικά δεν καταγράφεται- σε τέτοιες βάρβαρες πολιτικές μένουν πάνω του ως στίγμα και όχι για παράδειγμα η υπέρβαση του 3% στο δημόσιο έλλειμμα.
Πηγή: www.harta.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου