Είναι κάποιες νύχτες πιο μαύρες απ’ τις άλλες, όταν το σκοτάδι τους βαθαίνει απ’ το φως προβολέων και τροχιοδεικτικών. Είκοσι, τριάντα χρόνια μετά, καταλαβαίνεις πόσο κοντά είχε έρθει ο θάνατος να εξετάσει τα δόντια ή τα νεφρά σου και φοβάσαι που τότε δεν φοβόσουν. Τι ξέρουν δεκαοχτάχρονα και εικοσάχρονα παιδιά από φόβο; από οικονομία ζωής; - σου κόβονται σήμερα τα πόδια, αν ο γιος σου τώρα ή η κόρη σου ήταν εσύ τότε, και
πέφτεις στα γόνατα να προσευχηθείς, να ανάψεις κερί στη μνήμη εκείνων που έπεσαν εκείνες τις νύχτες, χωρίς να γνωρίζουν ότι η Υβρις θα τους κηρύξει ανύπαρκτους νεκρούς, ότι πολλοί ή λίγοι εξ όσων η θυσία των ηρώων ελευθέρωσε, θα έλεγαν τότε ή αργότερα
απρέπειες που μόνον ο φθόνος επιτρέπει και μόνον τα κόμπλεξ υπαγορεύουν στους ανθρώπους. Κι όμως
εσύ, με τα μυαλά που κουβαλούσες τότε, ακριβούς πανάκριβους θα είχες ακόμα και τους κατηγόρους σου, συγκαιρινούς ή πρωθύστερους, διότι από αγάπη πήγες και έπεσες, από ευρυχωρία κι από ελπίδα. Οπως από αγάπη στους ανθρώπους πήγαν κι εστάθηκαν οι σύντροφοί σου, αυτοί που ήταν τυχεροί και δεν έπεσαν, αυτοί που αργότερα τους σκόρπισαν οι καιροί – δεν είναι κακό! Για να ζουν είναι πλασμένοι οι άνθρωποι, κι όχι για να κάνουν τους ήρωες.
Στις νυχτερινές και ημερήσιες συναθροίσεις τον Νοέμβριο του 1973 μαζεύτηκαν λίγες ψυχές που εξέφραζαν πολλές. Ετερόκλητοι άνθρωποι, σε ηλικίες, σε τάξεις, σε απόψεις. Από
ροκάδες έως κομμουνιστές. Από οργανωμένους κι «επιρροές» έως νεοφώτιστους και «τρυφερά πόδια», όλοι μαζί συνέθεσαν ένα γεγονός που χαρακτήρισε τη νεότερη ελληνική ιστορία.
Το Πολυτεχνείο ήταν πολύ κοντά χρονικά στα συνταρακτικά γεγονότα που είχαν συμβεί πριν απ’ αυτό, μόλις 28 χρόνια μετά το τέλος του Πολέμου, 22 χρόνια από το τέλος του Εμφυλίου, μόλις δέκα χρόνια μετά τον Ανένδοτο και το 114. Σήμερα το Πολυτεχνείο απέχει 40 ολόκληρα χρόνια. Για τους νέους απέχει όσον απείχαν από μας σε ανάλογη ηλικία ο Μεσοπόλεμος, η κρίση του 1930, η άνοδος του ναζισμού. Παράξενον ο χρόνος, και ιδίως οι φορτίσεις του. Το Πολυτεχνείο έγινε μύθος πολύ νωρίς -δεν υπήρξε γενιά του Πολυτεχνείου-, όσα έγιναν εκεί δημιούργησαν μια γενιά, τη γενιά της μεταπολίτευσης. Που επηρέασε και επηρεάζει τα πράγματα έως σήμερα.
Τις νύχτες και τις ημέρες εκείνες, όσοι ήταν μέσα και στα πέριξ των γεγονότων, έμαθαν μέσα σε τρεις μέρες (και αρκετοί «έγιναν» μέσα στο ίδιο διάστημα) τα τέσσερα Ευαγγέλια, το Κεφάλαιο του Μαρξ και τη Φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου με τη μία. Κακολογήθηκαν από την πρώτη αρχή, ότι ήταν «βαλτοί απ’ τους Αμερικάνους», ότι ήταν «αλήτες», ότι δεν «σκοτώθηκαν ποτέ». Απ’ την άλλη, τα ίδια αυτά παιδιά,
λίγοι εργάτες, κάποιοι φοιτητές, παλιοί Λαμπράκηδες και νέοι της ΑΝΤΙΕΦΕΕ του ΡΗΓΑ κι όλων των άλλων οργανώσεων, οργανωμένοι και ανένταχτοι, όλοι, μυθοποιήθηκαν, έγιναν για δέκα-είκοσι χρόνια «μόδα». Κι ύστερα αποδομήθηκαν, άλλοι δικαίως κι άλλοι αδίκως. Πολλοί όλα αυτά τα χρόνια καπηλεύτηκαν το Πολυτεχνείο (ακόμα η ΠΑΣΠ παρακρατά τη σημαία του) κι άλλοι εξαργύρωσαν τη συμμετοχή τους σε πολιτικές διαδρομές που δεν έκαμαν καλό στον λαό. Τον ίδιο καιρό όμως, σαράντα χρόνια τώρα, πολλά από κείνα τα παιδιά,
γνωστοί και άγνωστοι σήμερα, κράτησαν στην καρδιά τους φυλαχτό το ήθος και τους στόχους της εξέγερσης. Το Πολυτεχνείο, και εν σχέσει με τους ανθρώπους, κορίτσια κι αγόρια που το δημιούργησαν, αλλά και από μόνο του ως συντελεσθέν γεγονός, είχε και έχει το δικό του νόημα. Ενα νόημα που ούτε ο καιρός, ούτε η μικρότητα κάποιων μπορεί να αποκαθηλώσει.
Το σύνθημά του, «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», απότοκο καιρών προγενέστερων απ΄το ίδιο, παραμένει ζητούμενο στην τρέχουσα συγκυρία και, ώσπου να πραγματωθεί, θα επιμένει και στους καιρούς που έρχονται. Το Πολυτεχνείο
συνδέθηκε με αγώνες που σημάδεψαν την Ελλάδα απ’ την ανασύστασή της και μετά, και γι’ αυτό ως οργανικό μέρος και μέλος αυτών των αγώνων θα λειτουργεί ως προηγούμενο για τους επόμενους. Τα προτάγματα
του Πολυτεχνείου είναι ζωντανά και γι’ αυτό κάθε φορά η επέτειος του συνδέεται με την επικαιρότητα. Το Πολυτεχνείο επικαιροποιείται διαρκώς και γι’ αυτό δεν μπαίνει στο Μουσείο, δεν μαραζώνει στο πλαίσιο μιας σχολικής εορτής, δεν καθαιρείται από τις παρεκβάσεις που γίνονται στο όνομά του.
Θυμάμαι απ’ τις πρώτες ήδη επετείους ορισμένες μιμόζες να λοιδορούν τις πορείες για την τσίκνα απ’ τα σουβλάκια και τους μικροπωλητές, ανίκανες να αισθανθούν το λαϊκό πανηγύρι του πένθους και της δόξας, τα χαρτάκια, τα ποιηματάκια, το συλλογικό ως αξία της ύπαρξης, μια Εκκλησία του Δήμου εν κινήσει να πλημμυρίζει την πόλη,
τα δάκρυα μικρών παιδιών, πρόσφορο σε κάτι που μπορεί ακόμα να μην καταλάβαιναν καλά, αλλά που απέδιδε τη συγκίνηση της μάνας τους και του πατέρα τους, μια παρακαταθήκη για την ενηλικίωση, με το γλυκόπικρο μυστήριο που έχουν οι ιστορίες για τους αγίους και τους ήρωες. Αυτή η ζείδωρη αχλύς της παραμυθίας που στερεώνει τους χαρακτήρες,
τα όνειρα, τις προσδοκίες, τους τρόπους.
Ολα αυτά τα σαράντα χρόνια το Πολυτεχνείο ήταν όλα: ρέκβιεμ και παιάνας. Ελεγεία, λίβελος, μανιφέστο, κατάρα, προκήρυξη, σύνθημα, τραγούδι, προσευχή.
Μια ανεκτίμητη γιορτή του δημοκρατικού καρκατσουλιού , των άμωμων αλλά και των κλεφτοκοτάδων, όμως ωραίο σαν άγαλμα στεφανωμένο στην αγορά, ωραίο σαν Αη Γιώργης καβαλάρης, στοχαστικό με τα μάτια σαν των φαγιούμ να κοιτάζουν τον κόσμο.
Στο Πολυτεχνείο δεν ορθώθηκε γίγαντας ο λαός όπως στο ΕΑΜ, αλλά θυμήθηκε το μέγεθός του και τα όνειρά του. Και προσπάθησε ο λαός. Η μεταπολίτευση χαρακτηρίζεται απ’ αυτήν την προσπάθεια όσον και από την υπονόμευσή της.
Σαράντα χρόνια μετά δεν με ενοχλούν (στην πραγματικότητα ποτέ δεν με ενόχλησαν) ούτε οι χουλιγκανισμοί εκείνων που στο Πολυτεχνείο αναζητούν τον αποδιοπομπαίο τράγο για την κακοδαιμονία τους (ή ακόμα και για τον κακό τους δαίμονα), ούτε επίσης με ενόχλησαν ή με ενοχλούν τα εγκώμια εκείνων που στο Πολυτεχνείο «νικούν» πάντα αυτοί οι ίδιοι, χωρίς το δίκιο τους να ωσμώνεται με τους τρόπους των άλλων.
Εκείνες τις νύχτες τα θραύσματα του σκοταδιού κάηκαν πολύ απ’ το φως κι έγιναν διαμάντια. Μέσα απ’ τα πρίσματά τους χλωμές οι ζωγραφιές των προσώπων - όλων των προσώπων. Πρόσωπα που από τότε γέλασαν, ερωτεύθηκαν, έκλαψαν, νίκησαν, νικήθηκαν, πένθησαν, διέταξαν, υπάκουσαν, λύγισαν, τα παράτησαν , μέθυσαν, συνέχισαν, όλοι τους.
Μου φαίνεται ότι μερικές φορές μαζεύονται στο μαύρο των θραυσμάτων ή στα πρίσματα των διαμαντιών, ζωντανοί και πεθαμένοι σε ένα βουβό γλέντι των ματιών. Κοιτούν ο ένας τον άλλον σαν να λένε τα νέα τους, μα πιο πολύ κοιτάζουν όλοι μαζί το γεγονός που υψώνεται από μέσα τους πάνω τους σαν βόρειο Σέλας, προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τη νιότη τους, παρελθούσα και μέλλουσα
πάντα με μισόλογα, χωρίς κανείς να τολμά να ολοκληρώσει τη φράση του, την κρίση του, διότι πολλά έχουν να συμβούν, λίγα ή περισσότερα, για τον καθένα, τουλάχιστον για όσον παραμένει ακόμα εδώ.
Λέω λοιπόν φέτος να πάρω το Πολυτεχνείο απ’ το χέρι και να πάμε μια βόλτα στα 350.000 νοικοκυριά που δεν έχουν ρεύμα. Στους φτωχούληδες εκείνους ανθρώπους του Θεού που τους δαγκώνει ο φόβος την ψυχή ότι θα τους πάρει η τράπεζα το σπίτι. Δεν θα πω άλλα για τους άνεργους και τους καταχρεωμένους, πολλοί απ’ αυτούς αγέννητοι όταν έγινε το Πολυτεχνείο, ούτε για τα δεινά της πατρίδας, όλοι τα γνωρίζουμε. Μια βόλτα μόνον θα πάμε, όπως πάει η πορεία στην Αμερικάνικη Πρεσβεία, παρέα με πεντακόσιες απολυμένες καθαρίστριες, νύχτα πάλι
νύχτα όπως τότε, καθώς «θάλαττα-θάλαττα» ελπίζω ότι θα φώναξε ο Βασίλης βλέποντας τι είναι απέναντι.
Θα είναι τώρα σαράντα χρονώ το μωράκι τότε του νιόπαντρου ζευγαριού που έκρυψε στην γκαρσονιέρα του εφτά ψυχές. Σαράντα χρονώ γυναίκα σήμερα το τοτινό μωράκι, μάλλον θα έχει κάνει κι αυτή τα δικά της παιδιά, πάμε καλό μου Πολυτεχνείο να τους πάμε σοκολάτες...
email: stathis@enikos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου