Στη διάρκεια του ελληνικού «σύντομου εικοστού αιώνα», η
υποκατάσταση του κράτους δικαίου από το αστυνομικό κράτος πήρε πολλές
μορφές, με τις οποίες δυστυχώς διαπιστώνουμε σήμερα διάφορες
αντιστοιχίες: τα σημάδια που μας δείχνουν ότι το κράτος δικαίου
φαλκιδεύεται και αντικαθίσταται ολοένα περισσότερο από το αστυνομικό
κράτος πληθαίνουν. Ας το σκεφτούμε πριν να είναι πολύ αργά…
Από το ξέσπασμα του εθνικού διχασμού το 1915 μέχρι τη δικτατορία του 1967, η Ελλάδα έζησε σε ένα καθεστώς «νόθας» δημοκρατίας. Το πολίτευμα ήταν δημοκρατικό και κατά το μάλλον ή ήττον οι εκλογές διεξάγονταν αρκούντως ικανοποιητικά (με εξαίρεση τις περιόδους δικτατορίας, την περίοδο 1944-1949 και τις περίφημες εκλογές του 1961). Όμως, εν τοις πράγμασι στην Ελλάδα δεν υπήρχε «κράτος δικαίου» αλλά «αστυνομικό κράτος». Οι μη εθνικόφρονες πολίτες διώκονταν απηνώς είτε με το «ιδιώνυμο» είτε ως κατάσκοποι είτε με την παρασυνταγματική και αντισυνταγματική νομοθεσία που έμεινε γνωστή ως «έκτακτα μέτρα». Επρόκειτο όχι μόνο για τους κομμουνιστές (ή «συμμορίτες» ή «εαμοβούλγαρους»), τις οικογένειές τους και όσους είχαν συνταχθεί με το ΕΑΜ στην Κατοχή, αλλά και για άλλες κατηγορίες - και οι βενιζελικοί, λόγου χάρη, έχουν διωχθεί απηνώς το 1935, και οι αντιβενιζελικοί μετά το 1917, και οι οπαδοί της αβασίλευτης δημοκρατίας σε πολλές περιόδους, ακόμη κι αν δεν ήταν αριστεροί, και βέβαια όλοι οι δημοκρατικοί πολίτες σε περιόδους δικτατοριών.
επέλεγαν να νομοθετούν, ιδίως σε θέματα σχετιζόμενα με τις ατομικές ελευθερίες και την εμπεδωμένη δημοκρατία (πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, διοικητικές εκτοπίσεις, Μακρόνησος, θέματα «ασφαλείας») με νομοθετικά διατάγματα, τα οποία σπανίως μεν εκ των υστέρων ενέκρινε η Βουλή και σε πολλές περιπτώσεις απλώς τα ψήφιζε κατά δεκάδες συλλήβδην μετά από χρόνια.
Η έμπρακτη φαλκίδευση από τις τωρινές κυβερνήσεις των συνταγματικών διατάξεων περί πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, που κατόπιν κυρώνονται από τη Βουλή, καθώς και της έννοιας της νομοθετικής εξουσιοδότησης μόνο ανησυχία μπορεί να προκαλεί.
Αυτό που έγραφε ο Βενιζέλος το 1934, ότι δηλαδή η εκτελεστική εξουσία (Κυβέρνηση) δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά της αν είναι μονίμως εξαρτημένη από τη νομοθετική εξουσία (Βουλή), υιοθετήθηκε τόσο από τους συνταγματάρχες της χούντας (που στο σχέδιο Συντάγματος που εκπόνησαν το 1968 και «ψηφίστηκε» το 1973 προέβλεψαν ακριβώς μια πανίσχυρη εκτελεστική εξουσία κι ένα αδύναμο κοινοβούλιο) αλλά και από μερικούς σημερινούς πολιτικούς που επικαλούνται την… ταχύτητα ως δικαιολογητικό λόγο για να μπορεί να κάνει περισσότερα η κυβέρνηση άνευ Βουλής. Η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας εις βάρος της νομοθετικής είναι προβληματική πολιτειολογικά επιλογή.
Δεύτερη σύμπτωση: Σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε (1915-1974) όλοι όσοι διώχθηκαν για τα πολιτικά τους φρονήματα (κομμουνιστές, βενιζελικοί, αντιβασιλικοί, δημοκράτες – ανάλογα με την περίοδο) κατά πρώτον διώχθηκαν με νόμους που τιμωρούσαν φρονήματα και όχι αποκλειστικά πράξεις, κατά δεύτερον εμμονικά αντιμετωπίστηκαν από τις κυβερνήσεις ως «μη πολιτικοί» εγκληματίες. Κανένας τους δεν δικάστηκε από ορκωτό δικαστήριο (δικαστήριο ενόρκων) αλλά οι περισσότεροι δικάστηκαν από στρατοδικεία και οι υπόλοιποι από τα τακτικά πενταμελή εφετεία. Βρέθηκαν πολλοί τρόποι για αυτό: είτε ειδικές διατάξεις που προέβλεπαν ότι ειδικώς τα κατά του κράτους εγκλήματα δεν θα δικάζονται από τα ορκωτά δικαστήρια (κατά παράβαση των εκάστοτε συνταγματικών επιταγών) είτε με το κόλπο του να παραπέμπονται οι κομμουνιστές, π.χ., ως κατάσκοποι και άρα να υπάγονται στη δικαιοδοσία των στρατοδικείων, όπως στην περίπτωση Μπελογιάννη.
Σε ό,τι αφορά στην ποινικοποίηση του φρονήματος, ευτυχώς δεν έχει αποτυπωθεί -ακόμη- σήμερα σε νομικό κείμενο, αν και ο ορισμός της τρομοκρατίας από τους γνωστούς «τρομονόμους» αφήνει παραθυράκια. Πάντως απαιτούνται (και) πράξεις. Στην επιμονή όμως της μη εκδίκασης από ορκωτά δικαστήρια το σύγχρονο ελληνικό κράτος αντέγραψε την πρακτική του κράτους της Δεξιάς. Και η 17Ν και ο Επαναστατικός Αγώνας, οργανώσεις τρομοκρατικές των οποίων όμως οι πράξεις υπάγονται στο πολιτικό έγκλημα κατά προφανή τρόπο, δικάστηκαν από τα πενταμελή εφετεία. Αυτό συνέβη εξαιτίας μιας πρόθυμης δικαστικής εξουσίας που όρισε το πολιτικό έγκλημα ως εξής: «ως πολιτικό έγκλημα θα πρέπει να νοηθεί μόνο το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας και οι προπαρασκευαστικές πράξεις αυτού» (απόφαση 780/2003 του Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών). Ένας τέτοιος ορισμός δεν μπορεί να σταθεί σε καμία κριτική, διότι καθιστά μη πολιτικά τα εγκλήματα -με την έννοια της παράβασης του νόμου, έστω κι αν συμφωνούμε- του Μάλκομ X, του Μαντέλα, της Σόφι Σολ, του Παναγούλη, της Ρόζα Παρκς και πολλών άλλων. Κι όμως υιοθετείται και είναι ανησυχητικό το με πόση ευκολία τα δικαστήρια του 21ου αιώνα «αντιγράφουν» αιτιολογίες και σκεπτικό από δικαστικές αποφάσεις της εποχής Μεταξά ή του Εμφυλίου.
Τρίτη σύμπτωση: οι συνταγματάρχες της χούντας ήταν οι πρώτοι που έκαναν μια πονηρή διατύπωση στο σχέδιο συντάγματος που εκπόνησαν και «ψήφισαν», η οποία φαίνεται να επιστρέφει. Τα συντάγματα του 1864, του 1911, του 1927 και του 1852 όριζαν ρητώς την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας ως εξής: «άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουσιν εκ του Έθνους, ενεργούνται δε καθ” όν τρόπον ορίζει το Σύνταγμα». (Το πρώτο σύνταγμα του 1844 αναγνώριζε τη μοναρχική αρχή, ήταν παραχωρημένο από το βασιλιά Όθωνα και δεν είχε αντίστοιχη διάταξη.) Οι χουνταίοι συνταγματάρχες άλλαξαν τη διατύπωση και την έκαναν ως εξής: «άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουν εκ του λαού, υπάρχουν υπέρ του λαού και του έθνους και ασκούνται καθ” ον τρόπον ορίζει το Σύνταγμα». Σας θυμίζει κάτι; Μα είναι η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του σημερινού Συντάγματος! Υιοθετήσαμε τη διατύπωση των συνταγματαρχών. Και να γιατί:
Αντιδιαστέλλοντας τον «λαό» προς το «έθνος», οι συνταγματάρχες δήλωναν την βασική τους αντίληψη, ότι δηλαδή πέρα από τη συγκεκριμένη και ζωντανή πραγματικότητα των πολιτών («λαός») υπάρχει και μια άλλη έννοια, αυτή του «έθνους», η οποία, όπως γράφεται στα πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου της χούντας στις 29-6-1968, είναι χρήσιμη διότι θα επιτρέψει «να αποκλειστεί από την πολιτική και κοινωνική ζωή οτιδήποτε η κυβέρνηση χαρακτηρίζει ως αντεθνικό».
Αυτή η αντιδιαστολή λαού/έθνους χρησιμοποιήθηκε όλως προσφάτως από το Συμβούλιο της Επικρατείας, μεταξύ άλλων, για να υποστηρίξει ότι «το έθνος αναφέρεται τόσο στις παρελθούσες όσο και στις μέλλουσες γενεές, τα συμφέροντα των οποίων πρέπει να υπηρετεί η κρατική πολιτική». Το δικαστήριο διεκδικεί για τον εαυτό του το δικαίωμα να προβεί σε έλεγχο σκοπιμότητας της κυβερνητικής πολιτικής. Θέλει δηλαδή το δικαστήριο να μπορεί να κρίνει εάν η εκάστοτε κρατική πολιτική -και άρα το σύνολο της κρατικής πολιτικής- υπηρετεί τα συμφέροντα των παρελθουσών και μελλοντικών γενεών.
Τυχόν αποδοχή τέτοιου δικαιώματος θα ακύρωνε την ίδια την διάκριση των λειτουργιών στην πράξη. Αυτό θα οδηγούσε στο σόλοικο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε ατομική ή κανονιστική διοικητική πράξη θα μπορούσε να κριθεί ως αντισυνταγματική ή -χειρότερα- κάθε νόμος θα μπορούσε να κριθεί ως αντισυνταγματικός, επειδή κατά την κρίση του δικαστή δεν είναι «υπέρ του Έθνους». Η αξίωση των δικαστών να κρίνουν αυτοί και μόνο αυτοί τι είναι και τι δεν είναι «υπέρ του Έθνους» συνιστά ανεπίτρεπτη αλλοίωση του χαρακτήρα του πολιτεύματος, αντίκειται στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και αναγορεύει το δικαστικό σώμα σε υπεράνω του Συντάγματος και των νόμων κριτή και ερμηνευτή των λαϊκών βουλήσεων και στοχοθέτη των εθνικών συμφερόντων.
Εξάλλου, υιοθετώντας τη λογική του χουντικού σχεδίου συντάγματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας άγεται σε μια αυθαίρετη αξιολογική υποταγή της έννοιας του λαού στην έννοια του έθνους. Ενώ λοιπόν το Σύνταγμα λέει ότι οι εξουσίες ασκούνται «υπέρ του Λαού και του Έθνους», τοποθετώντας τις δύο έννοιες ως συμπληρωματικές ισότιμες κατηγορίες (με βάση την αντίληψη του κράτους δικαίου), το δικαστήριο στην απόφασή του δέχεται ότι «η νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας βασίζεται μεν στην βούληση του λαού, αλλά υπάρχει και ασκείται προς το συμφέρον του έθνους». Με άλλες λέξεις, το δικαστήριο αφενός δέχεται ότι η κρατική εξουσία ασκείται προς το συμφέρον του έθνους, πράγμα αντίθετο στο Σύνταγμα που προβλέπει ότι η κρατική εξουσία ασκείται προς το συμφέρον και του λαού και του έθνους, αφετέρου αντιμετωπίζει τις έννοιες «λαός» και «έθνος» αντιπαραθετικά και όχι συμπληρωματικά, όπως επιτάσσει το πνεύμα και το γράμμα του Συντάγματος, μάλιστα δε υποτάσσει, όπως είπαμε, αυθαίρετα την έννοια του λαού στην έννοια του έθνους και υιοθετεί πλήρως το σκεπτικό της χούντας.
Προφανώς σήμερα δεν έχουμε δικτατορία. Αλλά τα σημάδια που μας δείχνουν ότι το κράτος δικαίου φαλκιδεύεται και αντικαθίσταται ολοένα περισσότερο από το αστυνομικό κράτος πληθαίνουν. Ας το σκεφτούμε πριν είναι πολύ αργά
Από το ξέσπασμα του εθνικού διχασμού το 1915 μέχρι τη δικτατορία του 1967, η Ελλάδα έζησε σε ένα καθεστώς «νόθας» δημοκρατίας. Το πολίτευμα ήταν δημοκρατικό και κατά το μάλλον ή ήττον οι εκλογές διεξάγονταν αρκούντως ικανοποιητικά (με εξαίρεση τις περιόδους δικτατορίας, την περίοδο 1944-1949 και τις περίφημες εκλογές του 1961). Όμως, εν τοις πράγμασι στην Ελλάδα δεν υπήρχε «κράτος δικαίου» αλλά «αστυνομικό κράτος». Οι μη εθνικόφρονες πολίτες διώκονταν απηνώς είτε με το «ιδιώνυμο» είτε ως κατάσκοποι είτε με την παρασυνταγματική και αντισυνταγματική νομοθεσία που έμεινε γνωστή ως «έκτακτα μέτρα». Επρόκειτο όχι μόνο για τους κομμουνιστές (ή «συμμορίτες» ή «εαμοβούλγαρους»), τις οικογένειές τους και όσους είχαν συνταχθεί με το ΕΑΜ στην Κατοχή, αλλά και για άλλες κατηγορίες - και οι βενιζελικοί, λόγου χάρη, έχουν διωχθεί απηνώς το 1935, και οι αντιβενιζελικοί μετά το 1917, και οι οπαδοί της αβασίλευτης δημοκρατίας σε πολλές περιόδους, ακόμη κι αν δεν ήταν αριστεροί, και βέβαια όλοι οι δημοκρατικοί πολίτες σε περιόδους δικτατοριών.
Αυτό που έχει νόημα σε μια τέτοια ιστορική ανασκόπηση είναι να δούμε
τις μορφές που πήρε στη διάρκεια του ελληνικού «σύντομου εικοστού αιώνα»
η υποκατάσταση του κράτους δικαίου από το αστυνομικό κράτος και να
διαγνώσουμε τυχόν επικίνδυνα σημάδια για το παρόν και πιο πολύ για το
μέλλον μας. Ανάμεσα σε πολλές «συμπτώσεις», σταχυολογούμε:
Πρώτη σύμπτωση: Ένα βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι σε όλες τις
περιόδους κρίσης -και κυρίως κρίσης της δημοκρατίας- από το 1915 ως το
1974 παρατηρείται μια βαθμιαία υποχώρηση (ή και εξαφάνιση) του ρόλου του
κοινοβουλίου. Κι αν μεν στις περιόδους δικταστορίας (Παγκάλου, Μεταξά,
συνταγματαρχών) κοινοβούλιο δεν υπήρχε, προξενεί εντύπωση ότι τόσο ο
Βενιζέλος και ο Τσαλδάρης προπολεμικά όσο και οι κυβερνήσεις του
Εμφυλίου επέλεγαν να νομοθετούν, ιδίως σε θέματα σχετιζόμενα με τις ατομικές ελευθερίες και την εμπεδωμένη δημοκρατία (πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, διοικητικές εκτοπίσεις, Μακρόνησος, θέματα «ασφαλείας») με νομοθετικά διατάγματα, τα οποία σπανίως μεν εκ των υστέρων ενέκρινε η Βουλή και σε πολλές περιπτώσεις απλώς τα ψήφιζε κατά δεκάδες συλλήβδην μετά από χρόνια.
Η έμπρακτη φαλκίδευση από τις τωρινές κυβερνήσεις των συνταγματικών διατάξεων περί πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, που κατόπιν κυρώνονται από τη Βουλή, καθώς και της έννοιας της νομοθετικής εξουσιοδότησης μόνο ανησυχία μπορεί να προκαλεί.
Αυτό που έγραφε ο Βενιζέλος το 1934, ότι δηλαδή η εκτελεστική εξουσία (Κυβέρνηση) δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά της αν είναι μονίμως εξαρτημένη από τη νομοθετική εξουσία (Βουλή), υιοθετήθηκε τόσο από τους συνταγματάρχες της χούντας (που στο σχέδιο Συντάγματος που εκπόνησαν το 1968 και «ψηφίστηκε» το 1973 προέβλεψαν ακριβώς μια πανίσχυρη εκτελεστική εξουσία κι ένα αδύναμο κοινοβούλιο) αλλά και από μερικούς σημερινούς πολιτικούς που επικαλούνται την… ταχύτητα ως δικαιολογητικό λόγο για να μπορεί να κάνει περισσότερα η κυβέρνηση άνευ Βουλής. Η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας εις βάρος της νομοθετικής είναι προβληματική πολιτειολογικά επιλογή.
Δεύτερη σύμπτωση: Σε όλη τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε (1915-1974) όλοι όσοι διώχθηκαν για τα πολιτικά τους φρονήματα (κομμουνιστές, βενιζελικοί, αντιβασιλικοί, δημοκράτες – ανάλογα με την περίοδο) κατά πρώτον διώχθηκαν με νόμους που τιμωρούσαν φρονήματα και όχι αποκλειστικά πράξεις, κατά δεύτερον εμμονικά αντιμετωπίστηκαν από τις κυβερνήσεις ως «μη πολιτικοί» εγκληματίες. Κανένας τους δεν δικάστηκε από ορκωτό δικαστήριο (δικαστήριο ενόρκων) αλλά οι περισσότεροι δικάστηκαν από στρατοδικεία και οι υπόλοιποι από τα τακτικά πενταμελή εφετεία. Βρέθηκαν πολλοί τρόποι για αυτό: είτε ειδικές διατάξεις που προέβλεπαν ότι ειδικώς τα κατά του κράτους εγκλήματα δεν θα δικάζονται από τα ορκωτά δικαστήρια (κατά παράβαση των εκάστοτε συνταγματικών επιταγών) είτε με το κόλπο του να παραπέμπονται οι κομμουνιστές, π.χ., ως κατάσκοποι και άρα να υπάγονται στη δικαιοδοσία των στρατοδικείων, όπως στην περίπτωση Μπελογιάννη.
Σε ό,τι αφορά στην ποινικοποίηση του φρονήματος, ευτυχώς δεν έχει αποτυπωθεί -ακόμη- σήμερα σε νομικό κείμενο, αν και ο ορισμός της τρομοκρατίας από τους γνωστούς «τρομονόμους» αφήνει παραθυράκια. Πάντως απαιτούνται (και) πράξεις. Στην επιμονή όμως της μη εκδίκασης από ορκωτά δικαστήρια το σύγχρονο ελληνικό κράτος αντέγραψε την πρακτική του κράτους της Δεξιάς. Και η 17Ν και ο Επαναστατικός Αγώνας, οργανώσεις τρομοκρατικές των οποίων όμως οι πράξεις υπάγονται στο πολιτικό έγκλημα κατά προφανή τρόπο, δικάστηκαν από τα πενταμελή εφετεία. Αυτό συνέβη εξαιτίας μιας πρόθυμης δικαστικής εξουσίας που όρισε το πολιτικό έγκλημα ως εξής: «ως πολιτικό έγκλημα θα πρέπει να νοηθεί μόνο το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας και οι προπαρασκευαστικές πράξεις αυτού» (απόφαση 780/2003 του Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών). Ένας τέτοιος ορισμός δεν μπορεί να σταθεί σε καμία κριτική, διότι καθιστά μη πολιτικά τα εγκλήματα -με την έννοια της παράβασης του νόμου, έστω κι αν συμφωνούμε- του Μάλκομ X, του Μαντέλα, της Σόφι Σολ, του Παναγούλη, της Ρόζα Παρκς και πολλών άλλων. Κι όμως υιοθετείται και είναι ανησυχητικό το με πόση ευκολία τα δικαστήρια του 21ου αιώνα «αντιγράφουν» αιτιολογίες και σκεπτικό από δικαστικές αποφάσεις της εποχής Μεταξά ή του Εμφυλίου.
Τρίτη σύμπτωση: οι συνταγματάρχες της χούντας ήταν οι πρώτοι που έκαναν μια πονηρή διατύπωση στο σχέδιο συντάγματος που εκπόνησαν και «ψήφισαν», η οποία φαίνεται να επιστρέφει. Τα συντάγματα του 1864, του 1911, του 1927 και του 1852 όριζαν ρητώς την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας ως εξής: «άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουσιν εκ του Έθνους, ενεργούνται δε καθ” όν τρόπον ορίζει το Σύνταγμα». (Το πρώτο σύνταγμα του 1844 αναγνώριζε τη μοναρχική αρχή, ήταν παραχωρημένο από το βασιλιά Όθωνα και δεν είχε αντίστοιχη διάταξη.) Οι χουνταίοι συνταγματάρχες άλλαξαν τη διατύπωση και την έκαναν ως εξής: «άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουν εκ του λαού, υπάρχουν υπέρ του λαού και του έθνους και ασκούνται καθ” ον τρόπον ορίζει το Σύνταγμα». Σας θυμίζει κάτι; Μα είναι η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του σημερινού Συντάγματος! Υιοθετήσαμε τη διατύπωση των συνταγματαρχών. Και να γιατί:
Αντιδιαστέλλοντας τον «λαό» προς το «έθνος», οι συνταγματάρχες δήλωναν την βασική τους αντίληψη, ότι δηλαδή πέρα από τη συγκεκριμένη και ζωντανή πραγματικότητα των πολιτών («λαός») υπάρχει και μια άλλη έννοια, αυτή του «έθνους», η οποία, όπως γράφεται στα πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου της χούντας στις 29-6-1968, είναι χρήσιμη διότι θα επιτρέψει «να αποκλειστεί από την πολιτική και κοινωνική ζωή οτιδήποτε η κυβέρνηση χαρακτηρίζει ως αντεθνικό».
Αυτή η αντιδιαστολή λαού/έθνους χρησιμοποιήθηκε όλως προσφάτως από το Συμβούλιο της Επικρατείας, μεταξύ άλλων, για να υποστηρίξει ότι «το έθνος αναφέρεται τόσο στις παρελθούσες όσο και στις μέλλουσες γενεές, τα συμφέροντα των οποίων πρέπει να υπηρετεί η κρατική πολιτική». Το δικαστήριο διεκδικεί για τον εαυτό του το δικαίωμα να προβεί σε έλεγχο σκοπιμότητας της κυβερνητικής πολιτικής. Θέλει δηλαδή το δικαστήριο να μπορεί να κρίνει εάν η εκάστοτε κρατική πολιτική -και άρα το σύνολο της κρατικής πολιτικής- υπηρετεί τα συμφέροντα των παρελθουσών και μελλοντικών γενεών.
Τυχόν αποδοχή τέτοιου δικαιώματος θα ακύρωνε την ίδια την διάκριση των λειτουργιών στην πράξη. Αυτό θα οδηγούσε στο σόλοικο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε ατομική ή κανονιστική διοικητική πράξη θα μπορούσε να κριθεί ως αντισυνταγματική ή -χειρότερα- κάθε νόμος θα μπορούσε να κριθεί ως αντισυνταγματικός, επειδή κατά την κρίση του δικαστή δεν είναι «υπέρ του Έθνους». Η αξίωση των δικαστών να κρίνουν αυτοί και μόνο αυτοί τι είναι και τι δεν είναι «υπέρ του Έθνους» συνιστά ανεπίτρεπτη αλλοίωση του χαρακτήρα του πολιτεύματος, αντίκειται στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και αναγορεύει το δικαστικό σώμα σε υπεράνω του Συντάγματος και των νόμων κριτή και ερμηνευτή των λαϊκών βουλήσεων και στοχοθέτη των εθνικών συμφερόντων.
Εξάλλου, υιοθετώντας τη λογική του χουντικού σχεδίου συντάγματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας άγεται σε μια αυθαίρετη αξιολογική υποταγή της έννοιας του λαού στην έννοια του έθνους. Ενώ λοιπόν το Σύνταγμα λέει ότι οι εξουσίες ασκούνται «υπέρ του Λαού και του Έθνους», τοποθετώντας τις δύο έννοιες ως συμπληρωματικές ισότιμες κατηγορίες (με βάση την αντίληψη του κράτους δικαίου), το δικαστήριο στην απόφασή του δέχεται ότι «η νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας βασίζεται μεν στην βούληση του λαού, αλλά υπάρχει και ασκείται προς το συμφέρον του έθνους». Με άλλες λέξεις, το δικαστήριο αφενός δέχεται ότι η κρατική εξουσία ασκείται προς το συμφέρον του έθνους, πράγμα αντίθετο στο Σύνταγμα που προβλέπει ότι η κρατική εξουσία ασκείται προς το συμφέρον και του λαού και του έθνους, αφετέρου αντιμετωπίζει τις έννοιες «λαός» και «έθνος» αντιπαραθετικά και όχι συμπληρωματικά, όπως επιτάσσει το πνεύμα και το γράμμα του Συντάγματος, μάλιστα δε υποτάσσει, όπως είπαμε, αυθαίρετα την έννοια του λαού στην έννοια του έθνους και υιοθετεί πλήρως το σκεπτικό της χούντας.
Προφανώς σήμερα δεν έχουμε δικτατορία. Αλλά τα σημάδια που μας δείχνουν ότι το κράτος δικαίου φαλκιδεύεται και αντικαθίσταται ολοένα περισσότερο από το αστυνομικό κράτος πληθαίνουν. Ας το σκεφτούμε πριν είναι πολύ αργά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου