«Κύριε Πρόεδρε έχετε δει τον Δημοσθένη να χορεύει ζεϊμπέκικο;»
Όταν, μέσα σε ένα πολύ φορτισμένο κλίμα, η υπόθεση έφθασε στο ακροατήριο, ο πρόεδρος ρώτησε τον κατηγορούμενο, Νίκο Κοεμτζή, γιατί ήθελε τον αδελφό του, να χορέψει μόνος του στην πίστα. Για απάντηση, θα εισπράξει μια ερώτηση:
"Κύριε Πρόεδρε έχετε δεί τον Δημοσθένη να χορεύει ζεϊμπέκικο;"
Οι κουβέντες αυτές, δίνουν μια πρόσβαση, ανοίγουν μια πύλη για να προσεγγίσουμε ένα κόσμο άγνωστο, ανύπαρκτο και ακατανόητο πια, αλλά ταυτόχρονα σηματοδοτούν με ένα τρόπο άμεσο, την ηθική, τις συνήθειες μιας άλλης εποχής.Η υπόθεση είναι λίγο πολύ γνωστή. Νυκτερινό κέντρο "Νεράιδα", πρώτες ώρες της Παρασκευής, 25ης
Φεβρουαρίου του 1973. Οι αδελφοί Κοεμτζή διασκεδάζουν με ένα φίλο τους. Στην παρέα υπήρχαν και δυο γυναίκες, οι οποίες όμως είχαν εκδιωχτεί από τον Νίκο, ύστερα από μια σειρά επεισοδίων. Έτσι μια ένταση προυπήρχε, που μαζί με το οινόπνευμα το οποίο είχε καταναλωθεί ήταν ένας κακός συνδυασμός. Από την παρέα δίδεται μια "παραγελιά". Η πιο αποδεκτή, σήμερα εκδοχή, κάνει λόγο για τις "Βεργούλες". Είναι ένα τραγούδι του Βαμβακάρη που ηχογράφησε για πρώτη φορά ό ιδιος ο Μάρκος το 1940. Στο πάλκο ο Κώστας Καρουσάκης. Υπάρχει πάντως και άλλη μια εκδοχή που κάνει λόγο για το: "Τη ζούλα μου ανεκάλυψαν" σε μουσική Παναγιώτη Σκουρτέλη, πρώτη εκτέλεση Μήτσου Ευσταθίου. Αυτή η εκδοχή, θέλει στο πάλκο τον Τάκη Αθανασιάδη.
Δύο άνδρες, αστυνομικοί, σηκώνονται να το χορέψουν. Ο ερμηνευτής προσπαθεί να τους πείσει ότι πρέπει να κατεβούν από την πίστα, διότι το κομμάτι είναι "παραγγελιά". Σύμφωνα με την αφήγηση του Νίκου, όχι μόνον δεν κατέβηκαν, ύψιστη προσβολή για τα έθιμα νύκτας και της εποχής, αλλά προκάλεσαν με τη συμπεριφορά τους, βιαιοπραγώντας πάνω στην Δημοσθένη. Τον πέταξαν πάνω στα σπασμένα γυαλιά από τα πιάτα και τον χτύπησαν. Ήταν η στιγμή που γέννησε το έγκλημα . Κραυγάζοντας "παραγγελιά ρε" ο Κοεμτζής εφορμά εναντίον δικαιών και αδίκων. Με το μαχαίρι προτεταμένο σκοτώνει τρεις αστυνομικούς και τραυματίζει οκτώ θαμώνες.
Στον μικροαστικό συντηριτισμό του στρατιωτικού καθεστώτος, ο Νίκος, φονιάς πια, αμέσως καταλαμβάνει τη θέση του τέρατος, του αιμοβόρου κτήνους, ή "αιμοσταγή λαίλαπα και φρικαλέο κακούργο, τρέφοντα μίσους κατά παντός αστυνομικού οργάνου" όπως τουλάχιστον τον περιέγραψε ο εισαγγελέας της έδρας, τον Νοέμβριο του '73 που τελέστηκε η δίκη.
Είναι όμως ένας άνθρωπος κατατετρεγμένος. Από τα μικρά του υπέφερε απ' ό,τι χιλιάδες σε αυτόν τον τόπο. Οι αριστερές καταβολές του πατέρα του, τον ταλαιπωρούν. Ο ίδιος δεν έχει καμιά συνειδητή πολιτική τάση, ίσως να διατηρεί ένα ασυνείδητο ταξικό ένστικτο. Είναι πάμπτωχος, κατατρεγμένος, μοναχός και όσο ξετυλίγεται η ζωή του, τον στριμώγνουν όλο και περισσότερο. Ένας παμφάγος, εκδικητικός, αδίστακτος μηχανισμός τον καταδιώκει. Δεν αργεί να γλιστρήσει στην παρανομία για μικροκλοπές. Φυλακίζεται. Λίγες μέρες μετά την αποφυλάκιση συμβαίνει το μοιραίο περιστατικό στη "Νεράιδα".
Πέντε 24ωρα πριν ξεσπάσει το "Πολυτεχνείο", καταδικάζεται τρείς φορές σε θάνατο και επτά φορές σε ισόβια. Μερικούς μήνες νωρίτερα , τον Αύγουστο του '72 είχε εκτελεστεί ο Βασίλης Λυμπέρης, ο οποίος είχε καταδικαστεί τέσσερις φορές σε θάνατο. Είχε βάλει φωτιά, στο σπιτικό της γυναίκας του στο Χαλάνδρι, καίγοντας την εν διαστάσει 24χρονη σύζυγο, την 54χρονη πεθερά και τα δυο του παιδιά, ηλικίας 2,5 και ενός έτους.
Ο Κοεμτζής θα ζήσει ως μελλοθάνατος τέσσερα σχεδόν χρόνια. Τον Μάρτιο του '77 η θανατική του ποινή, μετατρέπεται σε ισόβια. Αυτό θα μετατρέψει τον Λυμπέρη στην φιγούρα του τελευταίου Έλληνα που εκτελέστηκε για ποινικό αδίκημα. Αν όμως ο Κοεμτζής, τότε, κέρδισε τη ζωή του, τα σχεδόν 2.000 μερόνυκτα που θα περνούσε στις φυλακές της Κέρκυρας , θα αποδεικνύονταν μια κόλαση. Δια πυρός και σιδήρου πέρασε τα 23 συνολικά χρόνια που βίωσε στα σωφρονιστικά ιδρύματα της χώρας.
Το 1979 ο Διονύσης Σαββόπουλος θα γράψει, θα συνθέσει και θα ερμηνεύσει το σπαρακτικό "Μακρύ ζειμπέκικο για τον Νίκο" και θα το συμπεριλάβει στηο άλμπουμ του "Ρεζέρβα". "…Το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί, μα η δικαιοσύνη ήταν απ΄ έξω…" θα τραγουδήσει, ανάμεσα σε άλλα ο μουσουργός. Είναι ένα μακρύ (13+ λεπτά,) τραγούδι, μια ποιητική αποτίμηση των συμβάντων, μια περιγραφή της εποχής, των ηθών, του συστήματος. Ένα χρόνο αργότερα ο Παύλος Τάσιος θα γυρίσει την "Παραγγελιά" και θα οπτικοποίησει το συμβάν με μια κινηματογραφική μεταφορά των γεγονότων.
Ο Κοεμτζής, τελικά αποφυλακίστηκε την τελευταία μέρα του Μαρτίου του 1996.
Έκτοτε ζούσε πουλώντας την αυτοβιογραφία του, ένα βιβλίο με τίτλο: "Νίκος Κοεμτζής Το μακρύ ζεϊμπέκικο", πρώτα στην Ευελπίδων, στα δικαστήρια και στη συνέχεια στο Μοναστηράκι. Μέσα από τις σελίδες του, εξιστορεί όλη την περιπέτεια, τις αναποδιές, τα εμπόδια, το έγκλημα, τη σύλληψη, την τιμωρία, το ζόρι της φυλακής.Το κάνει ωμά, χωρίς περιστροφές. Εξ άλλου όταν πέρασε το κατώφλι των φυλακών ήταν αγράμματος.
"…πριν από δύο χρόνια που είχα αποφυλακιστεί από τις φυλακές της Κέρκυρας, είχα κάνει όρκο να μην ξαναπάω φυλακή, γιατί τόσες είναι οι ταπεινώσεις και τα ξεφτιλίσματα που παθαίνει ο άνθρωπος που χάνει τον ευατό του και γίνεται σωστό κουρέλι.."
"αν θέλεις να είσαι καλός κρατούμενος, πρέπει να χάνεις από το δίκιο σου. Τότες μόνον θα έχεις ελπίδες πολλές να βγείς από τη φυλακή. Αν ψάχνεις να βρείς το δίκιο σου, θα πατάς πεπονόφλουδες και θα ταλειπωρείσαι στα πειθερχεία και στις απομονώσεις."
Σε κάθε περίπτωση, η ζωή του δίχασε την κοινωνία. Ακόμα και τώρα υπάρχουν φωνές που τον χαρακτηρίζουν ως ένα στυγερό δολοφόνο, αλλά και άλλες που τον αντιμετωπίζουν σαν ήρωα.(...για τον μοναχικό Νίκο, ...καλό ταξίδι μάγκα, ...αντίο ήρωα, ...θα σαι λεύτερος εκεί που πας, ήταν μερικά από τα πολλά σχόλια που αναρτήθηκαν στο χαώδες διαδίκτυο)
Χθες ο Κοεμτζής, εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο. Λιποθύμησε στο Μοναστηράκι, εκεί που πουλούσε το βιβλίο του, έμεινε δυο ώρες ακίνητος στο πεζοδρόμιο κι όταν μεταφέρθηκε στην Πολυκλινική Αθηνών, διαπιστώθηκε ο θανάτός του.
Δεν είναι ιδιαιτέρως τιμητικό για την κοινωνία μας, ένας άνθρωπος, να ξεψυχά σε ένα πολυσύχναστο σημείο της πρωτεύουσας και επί δίωρο να μην ενδιαφέρεται ο οποιοσδήποτε. Ας εκφραστεί η υποψία ότι αν είχε συμβεί το ίδιο γεγονός, στο ίδιο σημείο, την ίδια ώρα, 40, 30, 20 χρόνια νωρίτερα, η αδιαφορία του κόσμου δεν θα ήταν η ίδια.
Ο Κοεμτζής, υπήρξε ένα αποτύπωμα του τέλους της μετεμφυλιακής περιόδου. Δεν χαρακτηρίστηκε από την πολιτική του δράση.Το στίγμα που αριστερού πατέρα του, ήταν αρκετό για να τον εκτροχιάσει από μια φυσιολογική ζωή. Αυτό ήταν το διαβατήριο που τον έσπρωξε σε ένα αδυσώπητο κόσμο, στα ανίκητα γρανάζια ενός ισχυρού μηχανισμού.
Ίσως οι επόμενες γενιές "νοσταλγήσουν" αυτόν τον μηχανισμό, μπροστά στην βαρβαρότητα εκείνου που τον αντικατέστησε…
υ.γ. Λίγα λόγια για το τραγούδι που "προκάλεσε" το μακελειό.
Οι Βεργούλες, είναι ένα ερωτικό, πονεμένο κομμάτι (συναντάται και ως "τα δυο σου χέρια"). Αυστηρό, και βαρύ, όπως τα περισσότερα του Μάρκου, μας μεταφέρει στον κόσμο του δημιουργού του, στα αδιέξοδα της ζωής του. Στην πρώτη εκτέλεση το ερμηνεύει με τον γνωστό, βαθύ του τρόπο, ακούγεται σαν δέυτερη φωνή ο Απόστολος Χατζηχρήστος. Χρόνια αργότερα, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μας το ερμηνεύει σε άλλη εκτέλεση με διαφορετικό στίχο, πιο κοφτό, λιγότερο "μόρτικο", πιο χορευτικό, πιο σύγχρονο, αλλά και αυτός με τεράστιο βάθος.
Βεργούλες (όπως το ερμήνευσε ο Μάρκος Βαμβακάρης)
Τα δυο σου χέρια πήρανε
Βεργούλες και με δείρανε
Και τη χαρά μου πήρανε
Τα χερια σου με κάψανε
Με κάψαν τα φρυδάκια σου
Και τα γλυκά ματάκια σου
Ελα μαζί μικρούλα μου
Να γιάνεις την καρδούλα μου
Παλάτια θα σου χτίσω εγώ
Θα σ'εχω μέσα Μαριγώ
Βεργούλες (όπως το ερμήνευσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης)
Τα δυο σου χέρια πήρανε
Βεργούλες και με δείρανε
Και τη χαρά μου πήρανε
Τα χέρια σου με κάψανε
Που άλλον αγκαλιάσανε
Και δεν με λογαριάσανε
Με αυτά τα χέρια σου τα δύο
Σκάψε τη γη βαθιά να μπω
Να μη σε βλέπω να πονώ
Το ερμήνευσαν μεταξύ άλλων, οι Νίκος Γιουλάκης, Βαγγέλης Περπινιάδης, Δημήτρης Μπάσης, Νίκος Δημητράτος
Ιδού και οι στίχοι της άλλης εκδοχής, για πιο ήταν το τραγούδι του μακελειού. Ένα κατ' εξοχήν χασικλίδικο κομμάτι που μας δίνει μια εικόνα του κοινωνικού περιθωρίου. Στην ταινία του Τάσσιου πάντως, στην επίμαχη σκηνή της παραγγελιάς, παίζει το: "αντιλαλούνε τα βουνά" του Βασίλη Τσιτσάνη, που δεν αναφέρεται στα ρεπορτάζ της εποχής.
Τη ζούλα μου ανακάλυψαν
Στίχοι, μουσική, Παναγιώτης Σκουρτέλης. Πρώτη εκτέλεση, Μήτσος Ευσταθίου. Ανάμεσα σε άλλους το έχει ερμηνεύει και ο Απόστολος Νικολαΐδης
Τη ζούλα μου ανακάλυψαν
και δε θα μαστουριάσω
τον αίτιο το σουπιατζή
και το καρφί
θα τον εσουγιαδιάσω
Δυο και δυο κι άλλα δυο
και δυο κι οχτώ, δεκάξι
πρέπει να τη σακκουλευτείς
μάγκα δεν είσαι εντάξει
Μου κλέψανε τον αργιλέ
και το χρυσό καλάμι
και δέκα δράμια μπρουσαλιό
απ' το καλό
και μ' άφησαν χαρμάνη
Δυο και δυο κι άλλα δυο
και δυο κι οχτώ, δεκάξι
πρέπει να την τσουβαλιαστείς
καρφί δεν είσαι εντάξει
Καλύτερα να πούλαγα
κάστανα σε φουφούδες
παρά που πήγα κι έμπλεξα
ο μπαγλαμάς
μ' αυτές τις χασικλούδες
Δυο και δυο κι άλλα δυο
και δυο κι οχτώ, δεκάξι
πρέπει να τη σακκουλευτείς
μάγκα δεν είσαι εντάξει
Νικόλας Στ. Ζαλμάς
nikolas@pegasus.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου