«Θα ήθελα να ζητήσω από όλους σας να μη συνεχίσετε αυτήν τη στιγμή τη συζήτηση για νέο κούρεμα… Δεν είναι πρός το συμφέρον σας».
Αυτά είπε ο Wolfgang Schaeuble στην Αθήνα την προηγούμενη εβδομάδα. Δεν κατακρίνω τον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας που αρνείται να συζητήσει σε αυτήν τη φάση διαγραφή του ελληνικού χρέους. Οι ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία απέχουν μόλις δύο μήνες. Δεδομένης της προσέγγισης του Βερολίνου στην αντιμετώπιση της κρίσης, φαντάζομαι ότι δεν υπάρχει πιο σίγουρος τρόπος να χάσεις ψήφους από το να πεις «εντάξει, λοιπόν, ας αρχίσουμε να είμαστε ρεαλιστές».
Ο W. Schaeuble, όμως, προχώρησε ένα βήμα παραπέρα στα σχόλιά του εγείροντας θέμα ελληνικού εθνικού συμφέροντος. Βεβαίως, είναι θέμα των Ελλήνων να ορίσουν το συμφέρον τους.
Το μόνο που θα μπορούσε να κάνει κάποιος τρίτος είναι να υποθέσει την απάντηση στο εξής ερώτημα: Θα ήταν οικονομικώς λογικό για την Αθήνα να ακολουθήσει τον δρόμο που της ορίζει ο W. Schaeuble; Εναλλακτικά, μήπως θα έπρεπε να εγκαταλείψει την ευρωζώνη; Ή να προσπαθήσει να κηρύξει στάση πληρωμών εντός αυτής;
Η βασική δυσκολία που συναντά κανείς στην προσπάθεια να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα είναι οι θεμελιώδεις υποθέσεις για τις μελλοντικές επιλογές πολιτικής της χώρας. Ενδεχομένως η ελληνική
κυβέρνηση να έχει λάβει ανεπίσημες διαβεβαιώσεις που να διαφέρουν από όσα γνωρίζουμε όλοι μας. Στις κατ' ιδίαν συζητήσεις με αξιωματούχους, σπανίως βρίσκω κάποιον που να μου λέει κοιτώντας με στα μάτια ότι η Αθήνα θα σταθεροποιήσει την οικονομία της σε επίπεδο πλήρους απασχόλησης, ενώ παράλληλα με χαρά θα εξυπηρετεί πλήρως το τρέχον επίπεδο του χρέους. Ίσως ο Έλληνας πρωθυπουργός να έχει προσωπική πληροφόρηση ότι η ευρωζώνη θα συμφωνήσει τελικά σε αναδιοργάνωση του χρέους, σε περαιτέρω επιμήκυνση των δανείων, σε νέα μείωση των επιτοκίων ή σε έναν συνδυασμό όλων αυτών, αν όχι και σε κάτι περισσότερο. Οι υπόλοιποι από εμάς πάντως θα πρέπει να υποθέτουμε ότι η μελλοντική πολιτική πλησιάζει την εκδοχή του W. Schaeuble.
Η εκτίμηση των στενότερων οικονομικών προϋποθέσεων για την έξοδο είναι ευκολότερη. Είναι δύσκολο για μία χώρα να προχωρήσει σε μονομερή έξοδο από νομισματική ένωση εάν το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο -προ τόκων- καταγράφει μεγάλο έλλειμμα.
Στις τελευταίες εαρινές προβλέψεις που ανακοινώθηκαν τον Μάιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά μηδενικό πρωτογενές έλλειμμα για φέτος και πρωτογενές πλεόνασμα 1,8% του ΑΕΠ για το 2014. Από οικονομική άποψη, το σημείο κατά το οποίο η Ελλάδα θα μπορούσε να διακινδυνεύσει έξοδο αδιαμφισβήτητα πλησιάζει.
Εάν αποφασίσει να αποχωρήσει, τότε θα αποκοπεί από τον εξωτερικό δανεισμό. Ενδεχομένως να μην εξυπηρετήσει το εξωτερικό της χρέος για κάποιο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια, θα υιοθετήσει το δικό της εθνικό νόμισμα κατά τη διάρκεια μιας επιβεβλημένης αργίας για τις τράπεζες. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα υπάρξει ύφεση την επόμενη περίοδο, αλλά η πραγματική υποτίμηση θα φέρει ανάπτυξη στο μέλλον. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα θα έρθει -αρχικά τουλάχιστον- με την εκρηκτική άνοδο του τουρισμού.
Θα είναι, όμως, κάτι τέτοιο αρκετό; Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι; Το μεγαλύτερο οικονομικό επιχείρημα ενάντια στην έξοδο στο παρελθόν δεν ήταν τόσο το πρόβλημα χρηματοδότησης, αλλά η απουσία ανοδικής προοπτικής. Η χώρα δεν είχε λειτουργικό σύστημα συλλογής φορολογικών εσόδων. Τα καρτέλ στην αγορά εργασίας δεν θα επέτρεπαν στην οικονομία να απολαύσει τα πλεονεκτήματα της υποτίμησης. Το άμεσο κέρδος στην ανταγωνιστικότητα θα χανόταν σε αυξήσεις μισθών, αφήνοντας την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία αμετάβλητη.
Χρειάζεται λοιπόν να ρωτήσει κανείς σε ποιο βαθμό οι μεταρρυθμίσεις, τρέχουσες και προηγούμενες, έχουν αλλάξει την ισχύ της οικονομίας. Αίσθησή μου είναι ότι αυτό έχει επιτευχθεί, ειδικότερα στον τρόπο λειτουργίας του δημόσιου τομέα, αν και πιθανότατα χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμη.
Η κριτική μου στην πολιτική της ευρωζώνης απέναντι στην Ελλάδα δεν αφορά την αυστηρότητα της προσαρμογής, αλλά τον θεμελιώδη μακροοικονομικό αναλφαβητισμό. Στο επίκεντρο βρίσκεται η ψευδαίσθηση ότι το ελληνικό χρέος θα γίνει κάποια στιγμή διαχειρίσιμο. Οι μεταρρυθμίσεις, όμως, ήταν αναπόφευκτες - και ναι, το ίδιο ισχύει για τη λιτότητα. Σε αυτό το σημείο, όμως, υπάρχει μία ειρωνεία. Οι μεταρρυθμίσεις και η λιτότητα είναι προϋπόθεση τόσο για την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη όσο και για την έξοδό της.
Έτσι, η Ελλάδα μένει με δύο επιλογές: Η πρώτη είναι να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις και να χρεοκοπήσει εντός της ευρωζώνης. Αυτή η στρατηγική απαιτεί πρόθυμους συνεργούς και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αλλά και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η δεύτερη είναι να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις και να χρεοκοπήσει εκτός της ευρωζώνης. Αυτή είναι μία απόφαση που θα λάβει μονομερώς, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν οι σωστές μακροοικονομικές συνθήκες στη χώρα.
Το γεγονός ότι η έξοδος από την ευρωζώνη μπορεί να είναι οικονομικά εφικτή ή ακόμη και προτιμητέα μπορεί τελικά να μη σημαίνει τίποτα. Μία χώρα μπορεί να επιλέγει την παραμονή της στην ευρωζώνη για πολιτικούς λόγους ή για λόγους ασφαλείας. Αδιαμφισβήτητα, όμως, η συζήτηση θα γίνεται σε διαφορετικό επίπεδο εάν η έξοδος είναι οικονομικά βιώσιμη επιλογή.
Αυτό δεν ίσχυε μέχρι πρότινος. Ούτε για την Ελλάδα ούτε για καμία από τις χώρες που βρίσκονται σε κρίση. Όταν, όμως, υπάρχει πραγματική επιλογή, τότε είναι ακόμη πιο δύσκολο να προβλέψεις την έκβαση των γεγονότων.
Αυτά είπε ο Wolfgang Schaeuble στην Αθήνα την προηγούμενη εβδομάδα. Δεν κατακρίνω τον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας που αρνείται να συζητήσει σε αυτήν τη φάση διαγραφή του ελληνικού χρέους. Οι ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία απέχουν μόλις δύο μήνες. Δεδομένης της προσέγγισης του Βερολίνου στην αντιμετώπιση της κρίσης, φαντάζομαι ότι δεν υπάρχει πιο σίγουρος τρόπος να χάσεις ψήφους από το να πεις «εντάξει, λοιπόν, ας αρχίσουμε να είμαστε ρεαλιστές».
Ο W. Schaeuble, όμως, προχώρησε ένα βήμα παραπέρα στα σχόλιά του εγείροντας θέμα ελληνικού εθνικού συμφέροντος. Βεβαίως, είναι θέμα των Ελλήνων να ορίσουν το συμφέρον τους.
Το μόνο που θα μπορούσε να κάνει κάποιος τρίτος είναι να υποθέσει την απάντηση στο εξής ερώτημα: Θα ήταν οικονομικώς λογικό για την Αθήνα να ακολουθήσει τον δρόμο που της ορίζει ο W. Schaeuble; Εναλλακτικά, μήπως θα έπρεπε να εγκαταλείψει την ευρωζώνη; Ή να προσπαθήσει να κηρύξει στάση πληρωμών εντός αυτής;
Η βασική δυσκολία που συναντά κανείς στην προσπάθεια να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα είναι οι θεμελιώδεις υποθέσεις για τις μελλοντικές επιλογές πολιτικής της χώρας. Ενδεχομένως η ελληνική
κυβέρνηση να έχει λάβει ανεπίσημες διαβεβαιώσεις που να διαφέρουν από όσα γνωρίζουμε όλοι μας. Στις κατ' ιδίαν συζητήσεις με αξιωματούχους, σπανίως βρίσκω κάποιον που να μου λέει κοιτώντας με στα μάτια ότι η Αθήνα θα σταθεροποιήσει την οικονομία της σε επίπεδο πλήρους απασχόλησης, ενώ παράλληλα με χαρά θα εξυπηρετεί πλήρως το τρέχον επίπεδο του χρέους. Ίσως ο Έλληνας πρωθυπουργός να έχει προσωπική πληροφόρηση ότι η ευρωζώνη θα συμφωνήσει τελικά σε αναδιοργάνωση του χρέους, σε περαιτέρω επιμήκυνση των δανείων, σε νέα μείωση των επιτοκίων ή σε έναν συνδυασμό όλων αυτών, αν όχι και σε κάτι περισσότερο. Οι υπόλοιποι από εμάς πάντως θα πρέπει να υποθέτουμε ότι η μελλοντική πολιτική πλησιάζει την εκδοχή του W. Schaeuble.
Η εκτίμηση των στενότερων οικονομικών προϋποθέσεων για την έξοδο είναι ευκολότερη. Είναι δύσκολο για μία χώρα να προχωρήσει σε μονομερή έξοδο από νομισματική ένωση εάν το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο -προ τόκων- καταγράφει μεγάλο έλλειμμα.
Στις τελευταίες εαρινές προβλέψεις που ανακοινώθηκαν τον Μάιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά μηδενικό πρωτογενές έλλειμμα για φέτος και πρωτογενές πλεόνασμα 1,8% του ΑΕΠ για το 2014. Από οικονομική άποψη, το σημείο κατά το οποίο η Ελλάδα θα μπορούσε να διακινδυνεύσει έξοδο αδιαμφισβήτητα πλησιάζει.
Εάν αποφασίσει να αποχωρήσει, τότε θα αποκοπεί από τον εξωτερικό δανεισμό. Ενδεχομένως να μην εξυπηρετήσει το εξωτερικό της χρέος για κάποιο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια, θα υιοθετήσει το δικό της εθνικό νόμισμα κατά τη διάρκεια μιας επιβεβλημένης αργίας για τις τράπεζες. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα υπάρξει ύφεση την επόμενη περίοδο, αλλά η πραγματική υποτίμηση θα φέρει ανάπτυξη στο μέλλον. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα θα έρθει -αρχικά τουλάχιστον- με την εκρηκτική άνοδο του τουρισμού.
Θα είναι, όμως, κάτι τέτοιο αρκετό; Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι; Το μεγαλύτερο οικονομικό επιχείρημα ενάντια στην έξοδο στο παρελθόν δεν ήταν τόσο το πρόβλημα χρηματοδότησης, αλλά η απουσία ανοδικής προοπτικής. Η χώρα δεν είχε λειτουργικό σύστημα συλλογής φορολογικών εσόδων. Τα καρτέλ στην αγορά εργασίας δεν θα επέτρεπαν στην οικονομία να απολαύσει τα πλεονεκτήματα της υποτίμησης. Το άμεσο κέρδος στην ανταγωνιστικότητα θα χανόταν σε αυξήσεις μισθών, αφήνοντας την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία αμετάβλητη.
Χρειάζεται λοιπόν να ρωτήσει κανείς σε ποιο βαθμό οι μεταρρυθμίσεις, τρέχουσες και προηγούμενες, έχουν αλλάξει την ισχύ της οικονομίας. Αίσθησή μου είναι ότι αυτό έχει επιτευχθεί, ειδικότερα στον τρόπο λειτουργίας του δημόσιου τομέα, αν και πιθανότατα χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμη.
Η κριτική μου στην πολιτική της ευρωζώνης απέναντι στην Ελλάδα δεν αφορά την αυστηρότητα της προσαρμογής, αλλά τον θεμελιώδη μακροοικονομικό αναλφαβητισμό. Στο επίκεντρο βρίσκεται η ψευδαίσθηση ότι το ελληνικό χρέος θα γίνει κάποια στιγμή διαχειρίσιμο. Οι μεταρρυθμίσεις, όμως, ήταν αναπόφευκτες - και ναι, το ίδιο ισχύει για τη λιτότητα. Σε αυτό το σημείο, όμως, υπάρχει μία ειρωνεία. Οι μεταρρυθμίσεις και η λιτότητα είναι προϋπόθεση τόσο για την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη όσο και για την έξοδό της.
Έτσι, η Ελλάδα μένει με δύο επιλογές: Η πρώτη είναι να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις και να χρεοκοπήσει εντός της ευρωζώνης. Αυτή η στρατηγική απαιτεί πρόθυμους συνεργούς και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αλλά και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η δεύτερη είναι να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις και να χρεοκοπήσει εκτός της ευρωζώνης. Αυτή είναι μία απόφαση που θα λάβει μονομερώς, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν οι σωστές μακροοικονομικές συνθήκες στη χώρα.
Το γεγονός ότι η έξοδος από την ευρωζώνη μπορεί να είναι οικονομικά εφικτή ή ακόμη και προτιμητέα μπορεί τελικά να μη σημαίνει τίποτα. Μία χώρα μπορεί να επιλέγει την παραμονή της στην ευρωζώνη για πολιτικούς λόγους ή για λόγους ασφαλείας. Αδιαμφισβήτητα, όμως, η συζήτηση θα γίνεται σε διαφορετικό επίπεδο εάν η έξοδος είναι οικονομικά βιώσιμη επιλογή.
Αυτό δεν ίσχυε μέχρι πρότινος. Ούτε για την Ελλάδα ούτε για καμία από τις χώρες που βρίσκονται σε κρίση. Όταν, όμως, υπάρχει πραγματική επιλογή, τότε είναι ακόμη πιο δύσκολο να προβλέψεις την έκβαση των γεγονότων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου