Του Γεράσιμου Μοσχονά*
Ο ΣΥΡΙΖΑ, συνομοσπονδία αριστερών οργανώσεων που δημιουργείται το 2004 με επίκεντρο την ισχυρότερη εξ αυτών, το κόμμα του Συνασπισμού, επηρέασε σημαντικά, κυρίως θετικά, αλλά και αρνητικά, τις συντεταγμένες της κομμουνιστικής και μετακομμουνιστικής Αριστεράς στην Ελλάδα. Ο ΣΥΡΙΖΑ διεύρυνε την οργανωτική βάση του ιστορικού ανανεωτικού πόλου, υπερδιπλασίασε (4,03% μέσος όρος για τη δεκαετία του 2000) τη σχετικά σταθερή, αλλά αναιμική εκλογική επιρροή του παλαιού ΚΚΕ εσωτερικού (1,9% ο μέσος όρος για τις δεκαετίες του 1970 και του 1980) και, αν και δεν υπογραμμίζεται αρκετά, επέτρεψε στην εκτός ΚΚΕ Αριστερά να είναι ενεργώς παρούσα σε κινητοποιήσεις και κινήματα, κάτι που έδωσε τη δυνατότητα στον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργεί
γεγονότα, να βρίσκεται στην επικαιρότητα και να ασκεί μια πολιτική που υπερέβαινε το μικρό εκλογικό του μέγεθος.
Η σημαντικότερη όμως συμβολή του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο ότι έστρεψε στα αριστερά, με αφετηρία την προεδρία Αλαβάνου, την πολιτική του ανανεωτικού-ριζοσπαστικού πόλου, διορθώνοντας έτσι την εξαιρετικά μετριοπαθή πολιτική του ιστορικού ΚΚΕ εσωτερικού (μετριοπάθεια που είχε μετατρέψει σε υγιεινό εκλογικό περίπατο για το ΚΚΕ τη μάχη για την ενδο-κομμουνιστική κυριαρχία). Στην ουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να ανταγωνιστεί το ΚΚΕ στο δικό του προνομιακό πεδίο, εκείνο του ριζοσπαστισμού, επιτυγχάνοντας έτσι να ισορροπήσει, έστω και εν μέρει, τον ενδο-αριστερό συσχετισμό δυνάμεων. Το ΚΚΕ, παρά τον μύθο της σταθερότητάς του, ήδη πριν από την κρίση χρέους και την ιλιγγιώδη άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, είχε απολέσει περισσότερο από 30% της παλαιάς του ισχύος.
Εάν ο απολογισμός είναι συνολικά θετικός, τα αρνητικά στοιχεία είναι πολλά. Ο συνομοσπονδιακός χαρακτήρας του ΣΥΡΙΖΑ επηρέασε και τη συνοχή και την κουλτούρα και το πολιτικό στιλ του ανανεωτικού-ριζοσπαστικού πόλου. Γρήγορα οι περίφημες «συνιστώσες» παρασύρθηκαν σε ένα φατριαστικό παιγνίδι (ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε ένας από τους πιο «φραξιονισμένους» κομματικούς σχηματισμούς στην Ευρώπη, όλων των κομματικών οικογενειών συμπεριλαμβανομένων). Η τάση αυτή μείωσε αποφασιστικά τη συνοχή του χώρου και, κυρίως, περιόρισε δραστικά την ικανότητα παραγωγής φρέσκιας προγραμματικής σκέψης. Ο καταγγελτικός λόγος και η κουλτούρα ιδεολογικής φλυαρίας κυριάρχησαν, ενώ κάποιες συνιστώσες επανέφεραν στο προσκήνιο ηττημένα από την ιστορία παλαιο-κομμουνιστικά κλισέ και έναν κακοχωνεμένο «κινηματισμό» (θα έτριζαν τα κόκαλα των αριστερών εργατών και συνδικαλιστών των αρχών του 20ού αιώνα αν μπορούσαν να τον παρατηρήσουν). Ο συνομοσπονδιακός χαρακτήρας ευνοούσε το νοσηρό παιγνίδι των μικρομηχανισμών και μια εξίσου νοσηρή «δημοκρατία διαβούλευσης». Σήμερα, συνεπώς, ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα θα δικαιωθεί εάν περιορίσει την κληρονομιά των άκαμπτων οργανωτικών παραδόσεων, της απουσίας συνοχής και αν ελευθερώσει την πλειοψηφία από τα προγραμματικά veto των πολλών εσωτερικών παικτών.
Ενα και πλέον έτος μετά το εξαιρετικό για τον ΣΥΡΙΖΑ εκλογικό αποτέλεσμα του Ιουνίου, τα πράγματα φαίνεται να έχουν πάρει τον δρόμο τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο μόνος φορέας εναλλακτικής πολιτικής στη χώρα, καθώς τα άλλα αντιμνημονιακά κόμματα (με την ιδιότυπη εξαίρεση του ΚΚΕ) συμμετέχουν σε ένα διαγωνισμό δημαγωγίας, ημιμάθειας και ανευθυνότητας. Ταυτόχρονα, οι αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ έχουν γίνει εμφανείς: εσωτερικές διαιρέσεις, μέτρια ποιότητα πολιτικού προσωπικού (με την εξαίρεση ενός τμήματος της ηγετικής ομάδας), πολωτικός λόγος άξιος εκείνου του αλήστου μνήμης δικομματισμού. Προπάντων, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ ως σύνολο, όχι ως άτομα (κάποια στελέχη έχουν εξαιρετική ποιότητα), μοιάζει να μην έχει το πολιτισμικό μέγεθος και την εμβέλεια που απαιτούν οι εξαιρετικές ιστορικές περιστάσεις. Οι αδυναμίες αυτές προστίθενται στην κεντρική στρατηγική δυσκολία και εσωτερική διαίρεση που βασανίζει την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Αφενός, η στρατηγική της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ (ριζική αλλαγή πολιτικής εντός της εχθρικής ευρωζώνης) δημιουργεί αμφιβολίες για τον ρεαλισμό της, ενώ, αφετέρου, η στρατηγική της μειοψηφίας (έξοδος από το ευρώ «με στόχο το άνοιγμα του δρόμου για τον σοσιαλισμό») δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει, έστω και κατ’ ελάχιστον, πλειοψηφική δυναμική.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται αντιμέτωπος με τη μεγάλη Ιστορία. Οδηγήθηκε σε αυτή τη θέση από τις εξελίξεις, οδηγήθηκε και από δικές του πρωτοβουλίες, όπως η ευφυής προεκλογική εκστρατεία του 2012. Εχει ακόμη την ευκαιρία να επιλέξει να αποφύγει το δύσκολο ραντεβού. «Η έξοδος από την Ιστορία είναι δυνατή», έγραφε το 1972 ο René Char. Εχει όμως και τη δυνατότητα να γίνει ο φορέας επίλυσης της κρίσης που στροβιλίζει τις σταθερές της ελληνικής κοινωνίας. Το εάν η Ελλάδα είναι το εργαστήριο του μέλλοντος για την ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά ή εργαστήριο παλαιάς τεχνολογίας που τείνει να επαναλαμβάνει αποτυχημένα πειράματα είναι ένα ερώτημα με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε το θέλει είτε όχι, θα αναμετρηθεί.
…………………………………………………………………………………………………………………………..
* Αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Ο ΣΥΡΙΖΑ, συνομοσπονδία αριστερών οργανώσεων που δημιουργείται το 2004 με επίκεντρο την ισχυρότερη εξ αυτών, το κόμμα του Συνασπισμού, επηρέασε σημαντικά, κυρίως θετικά, αλλά και αρνητικά, τις συντεταγμένες της κομμουνιστικής και μετακομμουνιστικής Αριστεράς στην Ελλάδα. Ο ΣΥΡΙΖΑ διεύρυνε την οργανωτική βάση του ιστορικού ανανεωτικού πόλου, υπερδιπλασίασε (4,03% μέσος όρος για τη δεκαετία του 2000) τη σχετικά σταθερή, αλλά αναιμική εκλογική επιρροή του παλαιού ΚΚΕ εσωτερικού (1,9% ο μέσος όρος για τις δεκαετίες του 1970 και του 1980) και, αν και δεν υπογραμμίζεται αρκετά, επέτρεψε στην εκτός ΚΚΕ Αριστερά να είναι ενεργώς παρούσα σε κινητοποιήσεις και κινήματα, κάτι που έδωσε τη δυνατότητα στον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργεί
γεγονότα, να βρίσκεται στην επικαιρότητα και να ασκεί μια πολιτική που υπερέβαινε το μικρό εκλογικό του μέγεθος.
Η σημαντικότερη όμως συμβολή του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο ότι έστρεψε στα αριστερά, με αφετηρία την προεδρία Αλαβάνου, την πολιτική του ανανεωτικού-ριζοσπαστικού πόλου, διορθώνοντας έτσι την εξαιρετικά μετριοπαθή πολιτική του ιστορικού ΚΚΕ εσωτερικού (μετριοπάθεια που είχε μετατρέψει σε υγιεινό εκλογικό περίπατο για το ΚΚΕ τη μάχη για την ενδο-κομμουνιστική κυριαρχία). Στην ουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να ανταγωνιστεί το ΚΚΕ στο δικό του προνομιακό πεδίο, εκείνο του ριζοσπαστισμού, επιτυγχάνοντας έτσι να ισορροπήσει, έστω και εν μέρει, τον ενδο-αριστερό συσχετισμό δυνάμεων. Το ΚΚΕ, παρά τον μύθο της σταθερότητάς του, ήδη πριν από την κρίση χρέους και την ιλιγγιώδη άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, είχε απολέσει περισσότερο από 30% της παλαιάς του ισχύος.
Εάν ο απολογισμός είναι συνολικά θετικός, τα αρνητικά στοιχεία είναι πολλά. Ο συνομοσπονδιακός χαρακτήρας του ΣΥΡΙΖΑ επηρέασε και τη συνοχή και την κουλτούρα και το πολιτικό στιλ του ανανεωτικού-ριζοσπαστικού πόλου. Γρήγορα οι περίφημες «συνιστώσες» παρασύρθηκαν σε ένα φατριαστικό παιγνίδι (ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε ένας από τους πιο «φραξιονισμένους» κομματικούς σχηματισμούς στην Ευρώπη, όλων των κομματικών οικογενειών συμπεριλαμβανομένων). Η τάση αυτή μείωσε αποφασιστικά τη συνοχή του χώρου και, κυρίως, περιόρισε δραστικά την ικανότητα παραγωγής φρέσκιας προγραμματικής σκέψης. Ο καταγγελτικός λόγος και η κουλτούρα ιδεολογικής φλυαρίας κυριάρχησαν, ενώ κάποιες συνιστώσες επανέφεραν στο προσκήνιο ηττημένα από την ιστορία παλαιο-κομμουνιστικά κλισέ και έναν κακοχωνεμένο «κινηματισμό» (θα έτριζαν τα κόκαλα των αριστερών εργατών και συνδικαλιστών των αρχών του 20ού αιώνα αν μπορούσαν να τον παρατηρήσουν). Ο συνομοσπονδιακός χαρακτήρας ευνοούσε το νοσηρό παιγνίδι των μικρομηχανισμών και μια εξίσου νοσηρή «δημοκρατία διαβούλευσης». Σήμερα, συνεπώς, ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα θα δικαιωθεί εάν περιορίσει την κληρονομιά των άκαμπτων οργανωτικών παραδόσεων, της απουσίας συνοχής και αν ελευθερώσει την πλειοψηφία από τα προγραμματικά veto των πολλών εσωτερικών παικτών.
Ενα και πλέον έτος μετά το εξαιρετικό για τον ΣΥΡΙΖΑ εκλογικό αποτέλεσμα του Ιουνίου, τα πράγματα φαίνεται να έχουν πάρει τον δρόμο τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο μόνος φορέας εναλλακτικής πολιτικής στη χώρα, καθώς τα άλλα αντιμνημονιακά κόμματα (με την ιδιότυπη εξαίρεση του ΚΚΕ) συμμετέχουν σε ένα διαγωνισμό δημαγωγίας, ημιμάθειας και ανευθυνότητας. Ταυτόχρονα, οι αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ έχουν γίνει εμφανείς: εσωτερικές διαιρέσεις, μέτρια ποιότητα πολιτικού προσωπικού (με την εξαίρεση ενός τμήματος της ηγετικής ομάδας), πολωτικός λόγος άξιος εκείνου του αλήστου μνήμης δικομματισμού. Προπάντων, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ ως σύνολο, όχι ως άτομα (κάποια στελέχη έχουν εξαιρετική ποιότητα), μοιάζει να μην έχει το πολιτισμικό μέγεθος και την εμβέλεια που απαιτούν οι εξαιρετικές ιστορικές περιστάσεις. Οι αδυναμίες αυτές προστίθενται στην κεντρική στρατηγική δυσκολία και εσωτερική διαίρεση που βασανίζει την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Αφενός, η στρατηγική της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ (ριζική αλλαγή πολιτικής εντός της εχθρικής ευρωζώνης) δημιουργεί αμφιβολίες για τον ρεαλισμό της, ενώ, αφετέρου, η στρατηγική της μειοψηφίας (έξοδος από το ευρώ «με στόχο το άνοιγμα του δρόμου για τον σοσιαλισμό») δεν είναι σε θέση να δημιουργήσει, έστω και κατ’ ελάχιστον, πλειοψηφική δυναμική.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται αντιμέτωπος με τη μεγάλη Ιστορία. Οδηγήθηκε σε αυτή τη θέση από τις εξελίξεις, οδηγήθηκε και από δικές του πρωτοβουλίες, όπως η ευφυής προεκλογική εκστρατεία του 2012. Εχει ακόμη την ευκαιρία να επιλέξει να αποφύγει το δύσκολο ραντεβού. «Η έξοδος από την Ιστορία είναι δυνατή», έγραφε το 1972 ο René Char. Εχει όμως και τη δυνατότητα να γίνει ο φορέας επίλυσης της κρίσης που στροβιλίζει τις σταθερές της ελληνικής κοινωνίας. Το εάν η Ελλάδα είναι το εργαστήριο του μέλλοντος για την ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά ή εργαστήριο παλαιάς τεχνολογίας που τείνει να επαναλαμβάνει αποτυχημένα πειράματα είναι ένα ερώτημα με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε το θέλει είτε όχι, θα αναμετρηθεί.
…………………………………………………………………………………………………………………………..
* Αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου