Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

ΕΦΥΓΕ ΣΕ ΗΛΙΚΙΑ 69 ΕΤΩΝ Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΤΗΣ «ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑΣ» ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ


Αφησε μια ολόκληρη εποχή «νοκ άουτ»

Ενα λαϊκό παιδί, που μπήκε τυχαία στο σινεμά παρακολουθώντας το 1960 κάτω από τον Λευκό Πύργο τα γυρίσματα του «Ατσίδα» του Γιάννη Δαλιανίδη, με τον Ηλιόπουλο και τη Λάσκαρη, έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 69 χρόνων.
Μάστορας στην τέχνη του και με οξεία κριτική ματιά στον κόσμο ήταν ο Παύλος Τάσιος Μάστορας στην τέχνη του και με οξεία κριτική ματιά στον κόσμο ήταν ο Παύλος Τάσιος Εγραψε, όμως, αυτός ο αυτοδίδακτος, όπως και πολλοί άλλοι της γενιάς του, τη δική του σημαντική ιστορία με ένα κινηματογραφικό στίγμα
διαφορετικό από αυτό της «Φίνος Φιλμ».
Ο Παύλος Τάσιος, σκηνοθέτης των ταινιών «Βαρύ πεπόνι» και «Παραγγελιά», διακρίθηκε όχι μόνο ως μάστορας της τέχνης του, αλλά κυρίως για τη δύναμη και την οξυδέρκεια μιας σειράς ρεαλιστικών ταινιών κοινωνικής κριτικής, που ταυτίστηκαν με την εποχή της Μεταπολίτευσης, τους συνδικαλιστικούς προβληματισμούς και τις πολιτικές ζυμώσεις της.
Δεν πρόλαβε
Ισως και γι' αυτό να πέρασε σιγά σιγά στο περιθώριο, μην μπορώντας, ίσως, να βρει στη νέα εποχή ανάλογης οξύτητας θέματα. Δεν είναι τυχαίο ότι η τελευταία του ταινία ήταν το «Νοκ άουτ» το 1986.
Τα τελευταία χρόνια προσπάθησε να κάνει διαδοχικά δύο ταινίες, μία για τον Αρη Βελουχιώτη και μία για τον έρωτα μεταξύ του Κεμάλ Ατατούρκ και της περίφημης σέξι ντιζέζ της επιθεώρησης και της πρόζας Ζωζώς Νταλμάς. Ο καρκίνος τον πρόλαβε.
Τα πρώτα χρόνια της κινηματογραφικής του ζωής (1960-'72) τα πέρασε ως βοηθός, κυρίως, του Γιάννη Δαλιανίδη, τον οποίο εκτιμούσε για την ικανότητά του να δημιουργεί χαρακτήρες και να βγάζει από κάθε ηθοποιό, ακόμα και από τις βεντέτες, τα στοιχεία που χρειαζόταν για τις ταινίες του, όπως έχει εξομολογηθεί στον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη στον τόμο «Ταινίες για φίλημα».
Ο Φίνος τον βοήθησε να κάνει και τις δικές του πρώτες εμπορικές ταινίες («Φτωχολογιά», «Παράνομοι πόθοι», «Αντίζηλοι» κ.λπ.).
Και, ξαφνικά, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1972, μια χρονιά που κυριαρχούσαν οι «Μέρες του '36» του Θ. Αγγελόπουλου και το «Προξενιό της Αννας» του Π. Βούλγαρη, ο Τάσιος κάνει την εμφάνισή του με ένα νέο καλλιτεχνικό πρόσωπο και γραφή και την ταινία «Ναι μεν, αλλά...». Ενας άνδρας (ο ανερχόμενος τότε Φάνης Χηνάς) προσπαθεί να πηδήξει στο κενό, αλλά πριν αυτοκτονήσει από ερωτικό πάθος κάνει ένα φλας μπακ στην αδιέξοδη, μίζερη ζωή του.
Ακολουθούν οι «Προστάτες» (1973), με τον Μάνο Κατράκη στο ρόλο του ζωγράφου Κωνσταντίνου Παρθένη. Τρία χρόνια αργότερα υπογράφει την πιο σημαντική, ίσως, καλλιτεχνικά ταινία του, που με την ειλικρίνεια, το ρεαλισμό και την έγνοια της για τα πρόσωπα βλέπεται με συγκίνηση ακόμα και σήμερα, κι ας ανήκει απόλυτα στην πολιτική ορθότητα της εποχής. Στο «Βαρύ πεπόνι» ο καταπληκτικός Μίμης Χρυσομάλλης υποδύεται έναν ανώριμο τύπο που ξεκινά με εξωπραγματικά όνειρα, αρνούμενος να γίνει υπάλληλος, αλλά οι διαψεύσεις της ζωής και η αναγεννητική επίδραση του συνδικάτου του τον μεταμορφώνουν σε συνειδητοποιημένο, σοβαρό άνθρωπο.
Η «Παραγγελιά» του (1980), μια ταινία για τον Νίκο Κοεμτζή που πέθανε (τι, σύμπτωση) πριν από λίγες μέρες, έχει επίσης μια θέση στην ελληνική κινηματογραφική ιστορία και πέραν της καλλιτεχνικής της αξίας, ενώ φορτώθηκε βραβεία στη Θεσσαλονίκη. Στο «Στίγμα» (1982) με τους Αντώνη Καφετζόπουλο και Ολια Λαζαρίδου ο Τάσιος προσπάθησε για ακόμα μια φορά να προσφέρει μια ταινία με κοινωνικό θέμα-ταμπού (οι γονείς ενός παιδιού με σύνδρομο Ντάουν οδηγούνται στη δολοφονία του) και εμπορική εμβέλεια.
Τέλος, στο «Νοκ άουτ» (1986), επίσης πολυβραβευμένη ταινία στη Θεσσαλονίκη και με απήχηση στο κοινό, ο Γιώργος Κιμούλης κυριαρχεί στο ρόλο ενός μπερδεμένου, συνεχώς σε αδιέξοδα νέου, που επιχειρεί συνεχώς να αυτοκτονήσει.
«Πάρτι βρικολάκων»
Ο Παύλος Τάσιος το 1997 εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, ενώ συχνά-πυκνά ο εκρηκτικός αυτός άνθρωπος πρωτοστατούσε σε καταγγελίες κατά του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και της πολιτικής τού ΥΠΠΟ. Οταν το 1995 καμιά από τις ταινιές του δεν επιλέχτηκε για τη μεγάλη ρετροσπεκτίβα του ελληνικού σινεμά στο Μπομπούρ, ξέσπασε δηλώνοντας: «Είμαι "θαμμένος", αλλά όχι πεθαμένος». Και χαρακτήρισε την παρισινή εκδήλωση ως «πάρτι βρικολάκων», Ελλήνων και Γάλλων.
Είχε παντρευτεί την Κατερίνα Γώγου και απέκτησε μαζί της μια κόρη, τη Μυρτώ.
* Κηδεύεται σήμερα στις 3.30 μ.μ. στο νεκροταφείο των Γλυκών Νερών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου