Στη
νομική πραγματικότητα η διάσταση του ειδικού χαρακτηρισμού μιας
δικαιοπραξίας εξαρτάται από τα επιμέρους ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία,
που συνθέτουν την ουσία της. Έτσι, η δικαιοπραξία με την οποίαν
αποσπώνται εξουσίες από το δικαίωμα της κυριότητας επί ενός πράγματος
και παραχωρούνται σε τρίτο πρόσωπο μπορεί να διακρίνεται από νομικής
άποψης με βάση το είδος του πράγματος (δηλαδή από το αν είναι κινητό ή
ακίνητο), αλλά και τον αριθμό και το είδος των παραχωρούμενων εξουσιών.
Στα πλαίσια αυτά, η επικαρπία είναι το εμπράγματο δικαίωμα με βάση το
οποίο παρέχεται η εξουσία στο δικαιούχο για πλήρη χρήση και κάρπωση ενός
ξένου πράγματος, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα επιφέρει σε αυτό
ουσιώδεις μεταβολές. Συνεπώς, η σύσταση επικαρπίας συνεπάγεται την πλήρη
άντληση ωφελειών από την ίδια την υπόσταση του πράγματος και
αναγνωρίζεται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, για τον λόγο δε αυτό
χαρακτηρίζεται ως εμπράγματο δικαίωμα προσωπικής δουλείας.
Η εκτεταμένη αυτή εξουσία του δικαιούχου βέβαια συνεπάγεται την
αντίστοιχη συρρίκνωση των εξουσιών του «ψιλού» κυρίου του πράγματος,
απομενούσης σε αυτόν μόνης της εξουσίας διαθέσεώς του. Εντούτοις, από
την επικαρπία δεν απορρέουν μόνο δικαιώματα για τον δικαιούχο αλλά και
ευρείες υποχρεώσεις, οι οποίες προκύπτουν απευθείας από το Νόμο και
τελούν σε συνάφεια με την εξουσία του για πλήρη χρήση και κάρπωση του
πράγματος, υπό τον όρο της διατήρησης ακέραιης της ουσίας του.
Η υποχρέωση αυτή για επιμελή εκμετάλλευση του πράγματος καθιερώνεται από
τη διάταξη του άρθρου 1142 του Αστικού Κώδικα και εξειδικεύεται από
τους ορισμούς του άρθρου 1148, σύμφωνα με το οποίο ο επικαρπωτής
υποχρεούται κατά την άσκηση της επικαρπίας να διατηρεί τον οικονομικό
προορισμό του πράγματος και να το μεταχειρίζεται με επιμέλεια και
σύμφωνα με τους κανόνες της τακτικής εκμετάλλευσης.
Περαιτέρω ο επικαρπωτής βαρύνεται με την υποχρέωση να φροντίζει για την
επισκευή ή την ανακαίνιση του πράγματος, δηλαδή με τη συνήθη συντήρησή
του, καθώς και με τις σχετικές δαπάνες διενέργειάς της, μόνο όμως εφόσον
αυτές εντάσσονται ακριβώς στη διάσταση της συνήθους συντήρησής του
βεβαρυμμένου. Σε περίπτωση δε που ο επικαρπωτής παραλείψει τη διεξαγωγή
των αναγκαίων εργασιών επισκευής ή ανακαίνισης του πράγματος υποχρεούται
έναντι του κυρίου του σε αποζημίωση.
Επιπλέον,
κατά το άρθρο 1153 ΑΚ, ο επικαρπωτής έχει την υποχρέωση να ειδοποιεί
χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τον κύριο για κάθε βλάβη του πράγματος ή για
την ανάγκη έκτακτης επισκευής του ή για τη λήψη μέτρων προφύλαξης, που
επιβάλλονται για την αντιμετώπιση κινδύνου που δεν είχε προβλεφθεί. Το
ίδιο ισχύει και στην περίπτωση αντιποίησης κάποιου δικαιώματος επί του
πράγματος από τρίτο πρόσωπο.
Στις περιπτώσεις αυτές, ο επικαρπωτής ευθύνεται να αποκαταστήσει κάθε
ζημία που προέκυψε επί του πράγματος λόγω ακριβώς της παράλειψής του να
ειδοποιήσει εγκαίρως τον κύριο, ενώ αν, αντιθέτως, ο κύριος αμελήσει ή
αρνηθεί να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή της βλάβης ή του
κινδύνου, παρότι ειδοποιήθηκε σχετικώς από τον επικαρπωτή, ο τελευταίος
δικαιούται να λάβει με δική του πλέον πρωτοβουλία τα προσήκοντα μέτρα
και να αξιώσει την καταβολή των σχετικών δαπανών από τον κύριο, με βάση
τις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων.
Μια από τις βασικότερες υποχρεώσεις του επικαρπωτή είναι αυτή που αφορά
στην ασφάλιση του πράγματος υπέρ του κυρίου, και μάλιστα με δικά του
έξοδα, κατά της φωτιάς ή άλλων κινδύνων καθ’ όλη τη διάρκεια της
επικαρπίας, εφόσον η ασφάλιση επιβάλλεται από τους κανόνες της τακτικής
εκμετάλλευσης. Η υποχρέωση αυτή, που νομικά έχει τη διάσταση της γνήσιας
σύμβασης υπέρ τρίτου (δηλαδή υπέρ του ψιλού κυρίου) περιλαμβάνει και
την καταβολή των τυχόν ασφαλίστρων του χρόνου της επικαρπίας, εφόσον ο
επικαρπωτής παρέλαβε το πράγμα ήδη ασφαλισμένο από τον κύριο.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1155 ΑΚ, ο επικαρπωτής έχει την υποχρέωση
έναντι του κυρίου να φέρει κατά τη διάρκεια της επικαρπίας τα τακτικά
δημόσια βάρη του πράγματος, νοουμένων ως τέτοιων των δημοσίων, δημοτικών
ή κοινοτικών φόρων. Αντιθέτως, η καταβολή ιδιωτικών βαρών επιφυλάσσεται
από το Νόμο μόνο για τον επικαρπωτή ακινήτου, και μόνο στην περίπτωση
κατά την οποίαν ήδη κατά τη σύσταση της επικαρπίας υπάρχει υποθήκη πάνω
στο πράγμα, οπότε ο επικαρπωτής έχει υποχρέωση έναντι του κυρίου να
καταβάλλει τους κατά τη διάρκεια της επικαρπίας τόκους του χρέους ή
μέρος αυτών, κατ΄ αναλογία και προς τις τυχόν άλλες υποθήκες που
ασφαλίζουν το συνολικό χρέος.
Αναφορικά δε με την καταβολή των τόκων ή του αντίστοιχου μέρους αυτών
για τα χρέη του κυρίου που υπάρχουν κατά τη σύσταση της επικαρπίας
διαλαμβάνει το άρθρο 1156 ΑΚ, που μεταθέτει τη σχετική ευθύνη στον
επικαρπωτή, εφόσον αυτός επικαρπώνεται ολόκληρη την περιουσία του κυρίου
ή, έστω, ποσοστιαίου μέρους αυτής. Εντούτοις, οι ανωτέρω διατάξεις, που
αφορούν στην υποχρέωση του επικαρπωτή να πληρώνει τα βάρη του
πράγματος, αποτελούν ενδοτικό δίκαιο και, ως εκ τούτου, είναι επιτρεπτή η
κατάρτιση διαφορετικής συμφωνίας μεταξύ του επικαρπωτή και του κυρίου.
Ιδιαίτερη, ως προς τη γενεσιουργό της αιτία, υποχρέωση προβλέπει η
διάταξη του άρθρου 1159 ΑΚ, με βάση την οποία ο επικαρπωτής υποχρεούται
στην παροχή ασφάλειας προς τον κύριο του πράγματος σε περίπτωση που
απειλούνται σοβαρά τα δικαιώματα του τελευταίου λόγω του τρόπου άσκησης
της επικαρπίας, ανεξάρτητα από τη συνδρομή ή μη υπαιτιότητας του
επικαρπωτή. Στα πλαίσια αυτά, δεν είναι αναγκαίο να έχει επέλθει ήδη
προσβολή των δικαιωμάτων του κυρίου, αλλά να υφίσταται απειλή αυτών, η
οποία θα πρέπει επιπλέον να είναι «σοβαρή». Η δε παροχή ασφάλειας
συνίσταται κατά κανόνα σε εγγυοδοσία, εφαρμοζομένων σχετικώς των άρθρων
162 επόμενα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Ως ακροτελεύτια υποχρέωση του επικαρπωτή ορίζεται αυτή της απόδοσης του
πράγματος στον κύριο μετά τη λήξη της επικαρπίας, και μάλιστα στην
κατάσταση που αυτό βρισκόταν κατά τον χρόνο σύστασής της. Εντούτοις ο
επικαρπωτής δεν ευθύνεται για τις μεταβολές που επήλθαν στα πλαίσια της
τακτικής διαχείρισης ή για αυτές που προέκυψαν άνευ υπαιτιότητάς του. Με
βάση δε τη συγκεκριμένη διάταξη ο κύριος του πράγματος μπορεί κατά τον
χρόνο λήξης της επικαρπίας να εγείρει κατά του επικαρπωτή διεκδικητική
αγωγή, η οποία, στην περίπτωση που το βεβαρυμμένο είναι ακίνητο,
εκδικάζεται ενώπιον του Δικαστηρίου της τοποθεσίας του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου