Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

ΒΙΩΣΙΜΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ: ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ.


[Το κείμενο της παρέμβασής μου στο Συνέδριο για την Ανάπτυξη και την Ενέργεια, την Τρίτη 2 Ιουλίου, στο ξενοδοχείο DIVANI-CARAVEL.
ΘΔ]

ΒΙΩΣΙΜΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ: ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ.

Η Παγκοσμιοποίηση των αγορών, η πλανητική οικονομία, ανέδειξε εντονότερα την αναγκαιότητα για μια ολιστική και απροκατάληπτη προσέγγιση στα περιβαλλοντικά προβλήματα. Με βαθύ χρονικό ορίζοντα και προβλέψεις για τις επερχόμενες ανακατατάξεις, αναστατώσεις και ενδεχόμενες εκπλήξεις στο ενεργειακό παίγνιο.

Η Κλιματική Αλλαγή είναι ήδη παρούσα, δεν πρόκειται για μια δαιμονοποίηση της ανάπτυξης εκ μέρους κάποιων γραφικών οικολογούντων, αλλά για μια επιστημονικά διαπιστωμένη και μετρήσιμη παράμετρο. Οι μορφές και οι τρόποι παραγωγής ενέργειας επηρεάζουν άμεσα και αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία με το παγκόσμιο κλίμα και τις τοπικές μετεωρολογικές συνθήκες.

Η μόλυνση των υδάτινων πόρων εξαιτίας της ανθρωπογενούς δραστηριότητας, η απειλούμενη σπάνις πόσιμου νερού με ό,τι συνεπάγεται –ανθρωπιστική καταστροφή μεγάλης κλίμακας, κύμα οικολογικών μεταναστών, γεωπολιτικές ανακατατάξεις– είναι επίσης ένα σημαντικό ζήτημα που άπτεται του γενικότερου ενεργειακού σχεδιασμού.

Συνεπώς, η βιώσιμη χρήση της Ενέργειας σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα και εξοικονόμηση στη χρήση της, τις καθαρές μεταφορές, τα εναλλακτικά καύσιμα και βέβαια τις ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές, είναι σήμερα περισσότερο από επιτακτική: είναι ζήτημα κυριολεκτικά ζωής και θανάτου για τις κοινωνίες, για την ανθρωπότητα στο σύνολό της.

Επίσης είναι προφανής η συνάρτηση του ενεργειακού μοντέλου που θα επιλεγεί με το καινούργιο δημοκρατικό και οικολογικό παραγωγικό/καταναλωτικό μοντέλο που απαιτείται άμεσα για τη διασφάλιση της αναγκαίας πλανητικής ισορροπίας – εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την ευημερία και τη μακροημέρευση της παγκόσμιας κοινωνίας.

Οι όποιες αποφάσεις, επιλογές και συμβιβασμοί προκριθούν σήμερα από τις κατά τόπους αρμόδιες κυβερνητικές αρχές –ερήμην, φοβάμαι, λιγότερο ή περισσότερο, των κοινωνιών και ακόμη χειρότερα των μελλοντικών γενεών– θα έχουν καταλυτικό αποτέλεσμα στο αύριο του πλανήτη.

Η υποστήριξη και, συνεπώς, η χρηματοδότηση των μελλοντικών ενεργειακών προγραμμάτων, οφείλει να λαμβάνει υπόψη της ως βασικό κριτήριο τη βιωσιμότητα και την προστασία του περιβάλλοντος, φυσικού και ανθρωπογενούς, όχι προσχηματικά και ευκαιριακά –όχι, λοιπόν, πολιτικάντικα και συντηρητικά– αλλά ως όρο και ταυτόχρονα ως στόχο της λογισμένης ανάπτυξης μιας δημοκρατικής κοινωνίας με προοδευτικό πρόσημο και όραμα.

Για την Ελλάδα, πιο συγκεκριμένα, απαιτείται επειγόντως μια ενεργειακή πολιτική που να υποστηρίζει τον οικολογικό μετασχηματισμό της παραγωγής. Πράγμα που σημαίνει ενέργεια που παράγεται και χρησιμοποιείται αποκεντρωμένα, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη χωροταξική διασπορά, αναιρώντας το μοντέλο της ολοένα και μεγαλύτερης συγκέντρωσης που προϋποθέτει μεταφορά ενέργειας από μακρινές αποστάσεις (π.χ. στην περίπτωση του ΤΑP, κάποιες χιλιάδες χιλιόμετρα). Σημαίνει επίσης πολλές και μικρές ΑΠΕ και όχι διαρκή αναζήτηση νέων κοιτασμάτων, με στόχο την αύξηση της συνολικής παραγωγής.
Σημαίνει τελικά άλλη σχέση με το περιβάλλον και, βέβαια, απόρριψη των μεθόδων fast track που σχεδόν πάντα καταλήγουν σε μη αναστρέψιμη ζημία σε βάρος των τοπικών οικοσυστημάτων.

Επίσης, ο ενεργειακός σχεδιασμός της χώρας οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις και να προβλέπει τις πιθανές δυσμενείς ανατροπές, ακόμη και βραχυπρόθεσμα.

Για παράδειγμα, η συμφωνία για τον αγωγό φυσικού αερίου ΤΑP, που προβλήθηκε και πανηγυρίστηκε τόσο υπερβολικά και ασύμμετρα, σίγουρα δεν αποτελεί πανάκεια για το ενεργειακό ζήτημα της χώρας, ούτε πρόκειται να αλλάξει δραματικά προς το καλύτερο τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα εξής:

Η κατασκευή του αγωγού θα ξεκινήσει το 2014 και θα ολοκληρωθεί το 2019. Και μες σε αυτή την κρίσιμη πενταετία, είναι πολλά αυτά που μπορεί ν’ αλλάξουν στην παγκόσμια ενεργειακή σκηνή και οι σημερινοί υπολογισμοί να πέσουν έξω, με απρόβλεπτες όσο και δυσμενείς συνέπειες.

Πράγματι, το 2016 αναμένεται να ξεκινήσουν οι εξαγωγές αμερικανικού σχιστολιθικού αερίου. Σήμερα η παρουσία του σχιστολιθικού αερίου στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών έχει ρίξει την τιμή του φυσικού αερίου στα 3,5 δολάρια/ ΒΤU, τη στιγμή που στην Ευρώπη η αντίστοιχη τιμή είναι τριπλάσια και στην Ελλάδα ακόμη υψηλότερη.

Επιπλέον, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Πολωνία έχουν αναθέσει την εκμετάλλευση σχιστολιθικού αερίου σε μεγάλες πολυεθνικές και προς το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας η προσφορά φυσικού αερίου για τις ανάγκες της Ευρώπης πιθανόν θα είναι τέτοια που να καθιστά ασύμφορο το αζέρικο αέριο με το υψηλότερο κόστος εξόρυξης.

Το παραπάνω παράδειγμα είναι ένα μόνον από τα πολλά που αναδεικνύουν την πολυπλοκότητα και τη μεταβλητότητα του ενεργειακού ζητήματος. Οι οικονομικές και γεωπολιτικές παράμετροι υπόκεινται σε συνεχείς πιέσεις και αναδιατάξεις• συνεπώς, και για να μην βρεθεί η χώρα προ δυσμενών απροόπτων, επιβάλλεται η χάραξη ενός εθνικού ενεργειακού προγράμματος με κριτήρια μιας άλλης λογικής που υπαγορεύει προφανώς και άλλες προτεραιότητες:

– ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ανασχεδιασμού του κλάδου που να συνδέει την παραγωγή, μεταφορά και διανομή της ενέργειας με τις βασικές κοινωνικές και παραγωγικές προτεραιότητες, με πρόβλεψη στήριξης για τους οικονομικά ασθενέστερους και εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που έχουν πληγεί βαρύτατα από την εφαρμογή των μνημονιακών προαπαιτούμενων.

– ένα ενεργειακό πρόγραμμα που θα εξασφαλίζει τους στρατηγικούς στόχους της μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας (αφ’ ενός με εξοικονόμηση και αφ’ ετέρου με αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας) και βέβαια θα εγγυάται τη σταδιακή και το δυνατόν συντομότερη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.

Τελικά, ο βασικός πόρος ενέργειας στον πλανήτη δεν είναι παρά ο ίδιος ο Homo sapiens, και πιο συγκεκριμένα η σκέψη του που τον καθορίζει ως κυρίαρχο είδος και αδιαφιλονίκητο εποικιστή του οικοσυστήματος Γη. Σε αυτή τη διαδρομή, την εσαεί γνωστική και ζωτική περιπέτεια, ο άνθρωπος δεν πρέπει να λησμονεί ούτε στιγμή ότι δεν είναι ιδιοκτήτης του πλανήτη αλλά φιλοξενούμενος, προσωρινός οικιστής, σ’ ένα ιδιότυπο timesharing με αντισυμβαλλόμενους την όλη Φύση και βέβαια την απέραντη, όσο και απειλούμενη, βιοποικιλότητα.

Όσο λιγότερη και λιγότερο επιζήμια για το περιβάλλον –φυσικό και ανθρωπογενές– η ενέργεια που χρειάζεται να αντλεί για να επικυρώνει την παρουσία του, το αποτύπωμά του, τόσο το καλύτερο για τον ίδιο και τους επιγόνους του όσο και για τη φύση και την απειλούμενη βιοποικιλότητά της.

Εντέλει, η προστασία και η βιωσιμότητα του περιβάλλοντος είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στα χέρια μόνον των κυβερνήσεων και των συνήθως μονοδιάστατων και κοντόφθαλμων πολιτικών τους.
Αφορά την κοινωνία συνολικά, και τις τοπικές κοινωνίες ειδικότερα, τις παρούσες και τις μέλλουσες γενιές, την επιβίωση του πλανήτη και της ίδιας της ανθρωπότητας.

Γιατί, στο τέλος της γραφής, ρεαλισμός, πολιτικός και οικονομικός, δεν σημαίνει την άκριτη και άνευ αντιστάσεων αποδοχή σχεδίων και προγραμμάτων με βάση την ποσοτική και μόνο αποτίμησή τους, όσο επανεκτίμηση των ποιοτικών παραμέτρων των ενεργειακών πολιτικών, σε βάθος χρόνου και με όρους κοινωνίας.

Ποιότητα ζωής, δηλαδή, με ποιοτική και βιώσιμη ενέργεια.

Θέμης Δημητρακόπουλος
μέλος του Συντονιστικού της Ριζοσπαστικής Οικολογικής Αριστεράς
μέλος της Γραμματείας του Τμήματος Οικολογίας και Περιβάλλοντος του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου