Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

“Ο θάνατος του Τόπου, το τέλος ενός λαού” της Σοφίας Λαμπίκη

«…και ΑΙΕΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, Ο ΜΕΓΑΣ !»
(Άξιον Εστί, Οδυσσέας Ελύτης)
Χιλιάδες χρόνια ζει αυτός ο Τόπος. Ο Τόπος που ξεκινά απ΄το Λιβυκό, χαϊδεύει τα παράλια της Μικρασίας, ανηφορίζει στα ποτάμια της Θράκης, τα δασωμένα βουνά της Μακεδονίας, περνά απ΄τα κακοτράχαλα όρη της Ηπείρου και αναπαύεται στα πράσινα νησιά του Ιονίου.
Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι και δεκάδες λαοί πέρασαν απ΄ αυτόν και έζησαν επάνω και μαζί του. Πελασγοί και Ίωνες, Δωριείς και Μακεδόνες, Ρωμαίοι και Αλαμανοί, Σλάβοι, Βούλγαροι και Αλβανοί, Γενουάτες και Ενετοί, Τούρκοι και Γραικοί, και σήμερα κι άλλοι… κι άλλοι.
Όλοι ενώθηκαν, ζυμώθηκαν κι έγιναν ένας λαός με μια συνείδηση, την συνείδηση που τους δίδαξε ο Τόπος. Δεν γέννησε η Ιστορία την Συνείδηση του λαού. Ούτε η Γλώσσα . Ούτε η Θρησκεία. Ο Τόπος τα γέννησε όλα. Η θάλασσα γέννησε την κελαρυστή χροιά της γλώσσας, η σκληρή πέτρα τη λιτότητα της, κι οι αποχρώσεις του φωτός κάτω απ’ τον σκληρό ήλιο γέννησαν τον πλούτο της.
Η Ιστορία είναι η ιστορία της γης, των βουνών, της θάλασσας, του αμπελιού και της ελιάς, του καραβιού κι όσων ζήσανε μαζί τους. Ο Τόπος πήρε τον Χριστιανισμό και τον έκανε δικό του. Οι μαλακές κορυφογραμμές των βουνών δεν επιτρέπουν κτηνώδεις τιμωρίες, η ζώσα θάλασσα δεν αφήνει πολλά περιθώρια για άλλες ζωές, το λιτό τοπίο μετέτρεψε την αναμονή ενός Παραδείσου σε απλή χαρά της καθημερινής ζωής. Ο Τόπος πήρε τον Άη Λιά και τον έκανε ένα με τον Ήλιο κι ανέβασε τα εκκλησάκια του πάνω στα βουνά εκεί που λατρεύανε το Φώς και οι Αρχαίοι. Η Θάλασσα δεν θα μπορούσε να λέγεται αλλιώς εδώ,«παρά θίν’ αλός» μέσα στους αιώνες όμοια κι απαράλλακτα, το ακούς κι εσύ αν αφουγκραστείς το μουρμουρητό της , έτσι με λένε, σου λέει η ίδια.
«Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα» (Γιώργος Σεφέρης)
Στον τόπο αυτό έζησαν πάντα οι άνθρωποι δεμένοι με το τοπίο. Μικρό, κλειστό, λιτό έμαθε τους ανθρώπους το Μέτρο, το τόσο – όσο, τη σκληρή δουλειά και το γλέντι της μικρής ζωής μας. Το σεβασμό στον διπλανό που χωρίς αυτόν η σκληρή γη δεν κάρπιζε, τα βουνά κι η θάλασσα δεν τιθασεύονται .
Με κόπο προφύλαξε και καλλιέργησε το λίγο χώμα, αγάλματα της γης οι ξερολιθιές που κρατούν το χώμα στα νησιά του Αιγαίου, έργο τέχνης στη Φολέγανδρο το κυκλικό τοιχίο που σήκωνε όσο ψήλωνε και το δέντρο για να το προστατεύει, γύρω απ΄την μια την πολύτιμη λεμονιά , την σπάνια και μοναδική. Σαν θησαυρό φύλαξε το νερό, το λίγο το απαραίτητο για τη ζωή. Την ελιά, το αμπέλι του από πάππου προς πάππον οι εντολές να φυλαχτούν κληρονομιά των παιδιών και των παιδιών των παιδιών τους.
Μάθανε οι άνθρωποι που ζήσαν εδώ , στη γη και τα νησιά που αγκαλιάζουν το Αιγαίο, ότι το Λίγο είναι ο Πλούτος. Τα έργα τους όλα με Μέτρο και ενταγμένα στο μέγεθος του τοπίου, Μύλοι, Βίγλες, Κάστρα όλα εναρμονισμένα με το μέγεθος του τόπου, χωρίς υπερβολή και όγκο.
Η συνείδηση τους κοινή με του Τόπου τους. Και η ζωή του, ζωή τους. Γι αυτό τον προστάτευαν με το αίμα τους. Αυτή ήταν η εθνική τους συνείδηση. Η συνείδηση ότι αποτελούν κομμάτι του κόσμου που τους περιβάλλει και αν πεθάνει, χαθεί ο κόσμος, θα χαθούν κι αυτοί.
Για τον Τόπο, το χώμα, τη θάλασσα μιλά ο Σολωμός στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, για τον ήλιο και τη θάλασσα κι ο Ανδρέας Κάλβος στο Εις Αγαρηνούς. Γι αυτό ο Αισχύλος όταν στους Πέρσες έγραφε «Ίτε παίδες Ελλήνων ελευθερούτε…θήκας προγόνων…» δεν μιλούσε για τα κόκκαλα των νεκρών προγόνων αλλά για τους τάφους τους στη γή. Γι΄ αυτή τη γη μιλούσε πρώτιστα.
«Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε (σημ: ειρωνικά, εννοεί καταστρέψαμε) το σπίτι μας και τη ζωή μας ;» (Ο τόπος μας, Γιάννης Ρίτσος)
Αν κόψεις το αόρατο νήμα που συνδέει έναν άνθρωπο με τον τόπο τον καθιστάς Άπατρι και χωρίς συνείδηση εθνική. Μετά τον πόλεμο το προσπάθησαν πολλές φορές οι κυβερνώντες που ποτέ δεν έχουν συνείδηση έτσι κι αλλιώς κανενός τύπου, όσο για Μέτρο καμία επαφή. Ξερίζωσαν τους ανθρώπους, τους στρίμωξαν στις πόλεις που φτιάχτηκαν άναρχα χωρίς να ταιριάζουν στο αρχέγονο τοπίο, το ρήμαξαν, το κατέστρεψαν .
Πρώτη καταστράφηκε η «λεπτόγεως» Αττική. Κατέστρεψαν ακόμα και το κλίμα και το Αττικό φώς. Η ταφόπλακα της καταστροφής έπεσε όταν τσιμέντωσαν τη γη της Μεσογαίας, μάννα τροφής από αιώνες για τον τόπο. Ξερίζωσαν τα αμπέλια, αρχέγονα, ποικιλίες που έπιναν στα Συμπόσια, αυτοί που κάποιοι υπερφίαλα αποκαλούν Προγόνους τους. Κόψανε τις ελιές, πάνε τα περβόλια για να φτιάξουμε υπερσύγχρονο αεροδρόμιο. Ελάχιστοι μίλησαν τότε για το φονικό. Δεν μίλησαν γιατί τα παιδιά αυτών που με το ζόρι ήρθαν στην μεγάλη πόλη είχαν χάσει πια το νήμα.
Η τελευταία γενιά που το είχε ακόμα, αόρατο σχεδόν αλλά το είχε, ήταν εκείνη η γενιά που το καλοκαίρι πήγαινε «παραθέριση» και δεν είχε εισαχθεί η λέξη «διακοπές» ακόμα. Η παραθέριση έδινε την αίσθηση ότι η επιστροφή το καλοκαίρι στην επαρχία αποτελεί τμήμα ενός κύκλου ζωής, παραθέριση σήμαινε ξεκαλοκαίριασμα, όπως οι βοσκοί μετακινούν τα κοπάδια τους το καλοκαίρι για δροσιά.
Το νήμα υπήρχε ακόμα κι οι άνθρωποι επέστρεφαν για να ζήσουν μαζί με τον Τόπο κι όχι όπως έγινε μετά με τις «διακοπές» που υποδηλώνουν όπως λέει κι η λέξη, κάτι που σταματά τη φυσιολογική ροή της ζωής, κάτι έκτακτο. Έτσι αντιμετωπίζουν οι σύγχρονοι την επιστροφή στη Φύση. Όχι σαν μυσταγωγική επανασύνδεση με τον Τόπο, όχι ένταξη στους ρυθμούς του τοπίου αλλά μεταφορά των ρυθμών της πόλης αλλού, σε άλλο πιο εξωτικό ντεκόρ.
Δεν έχουν πατρίδα οι άνθρωποι της μεγάλης πόλης γιατί δεν έχουν Τόπο. Τόπος τους είναι το χρήμα, τόσο παροδικό. Έωλοι στέκονται χωρίς ρίζες, συνείδηση και ερείσματα. Σαν τον μυθολογικό Γίγαντα Ανταίο που όταν δεν πατούσε στη γη έχανε τη δύναμη του- τι θαυμάσια παραβολή για τη δύναμη της Γης- έτσι κι οι σύγχρονοι άνθρωποι. Χωρίς Γη , χωρίς Πατρίδα, διεθνιστές.
Μα για να είσαι κοσμοπολίτης δεν πρέπει να είσαι πρώτα πολίτης του τόπου σου; Να έχεις δλδ την ικανότητα να αναπτύσσεις με τον Τόπο αυτή τη ζωογόνα σύνδεση; Γι΄αυτό ήταν θαυμαστοί οι κοσμοπολίτες, γιατί είχαν την ικανότητα, μην ξεχνώντας τον δικό τους τόπο να δένονται με αόρατο νήμα με κάθε τόπο που πατούσαν. Πώς σήμερα να δεθεί κάποιος που δεν ξέρει να βρει το νήμα και το περιφρονεί κι από πάνω;
«…Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις….στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο μνησιπήμων πόνος.» (Τελευταίος Σταθμός, Γ.Σεφέρης)
Ο Τόπος που έζησε αλώβητος χιλιάδες χρόνια τεμαχίζεται πάνω σε τραπέζια υπουργών, κομμάτια του μοιράζονται σε επενδυτές για κάθε χρήση, χωρίς Μέτρο , χωρίς Αιδώ, τα Βουνά θα γεμίσουν γιγάντιους πυλώνες, η Θάλασσα από εξέδρες εξορύξεων, η Γη θα σταματήσει να γεννά ζωή και θα παράγει ενέργεια από πάνελς.
Κανείς δεν τον πονά τον Τόπο; Κανείς δεν νιώθει το βιασμό που θα είναι και το τέλος της ζωής που εδώ ανθίζει χιλιάδες χρόνια; Λίγοι, ελάχιστοι το νιώθουν, εκείνοι που κρατούν ακόμα το αόρατο νήμα της καρδιάς και του μυαλού τους δεμένο με το τοπίο. Λίγοι καταλαβαίνουν ότι δεν ζει λαός χωρίς τη γή και τη θάλασσα , τα βουνά και τις πεδιάδες του.
Αυτοί είναι οι τελευταίοι που έχουν ακόμα πατριωτική συνείδηση. Αυτοί θα είναι κι οι τελευταίοι που χωρίς να ουρλιάζουν για αίμα και γονίδιο ελληνικό, χωρίς να ανεμίζουν γαλανόλευκες, αυτοί θα δώσουν την τελευταία μάχη για να σωθεί ο τόπος κι η πατρίδα. Αυτοί νιώθουν την πατρίδα και τον τόπο σπίτι τους κι αυτοί θα βγούν μπροστά. Μόνοι τους πιθανόν και λιδωρούμενοι ως εθνικιστές και υπανάπτυκτοι. Αυτοί. Οι εραστές του Μέτρου και του Λιτού.
«Νυν η ταπείνωση των Θεών
Νυν η σποδός του Ανθρώπου
Νυν Νυν το μηδέν
και ΑΙΕΝ Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ, Ο ΜΕΓΑΣ!»
Σοφία Λαμπίκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου