Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944, οι Γερμανοτσολιάδες συνεργάτες των Γερμανών έκλεισαν και έκαψαν ζωντανούς στο φούρνο του χωριού 149 κατοίκους του Χορτιάτη. Ακολουθεί η ομιλία του Στέλιου Κούλογλου:
Η φετινή επέτειος του Ολοκαυτώματος στο Χορτιάτη μας επιφύλαξε μια ανατριχιαστική επικαιρότητα. Δεν είναι μόνο ότι η χώρα μας βρίσκεται και πάλι στη δίνη ενός πολέμου-οικονομικού αυτή τη φορά- όπως 68 χρόνια πριν. Είναι ότι, αντίθετα με άλλα εγκλήματα πολέμου που σημειώθηκαν στις άλλες μαρτυρικές πόλεις και τα χωριά της Ελλάδας, στην περίπτωση του Χορτιάτη οι εκτελεστές δεν ήταν βασικά Γερμανοί στρατιώτες. Μπορεί να έδρασαν υπό την μπαγκέτα ενός Γερμανού λοχία με παραστρατιωτική δράση, του Σούμπερτ, αλλά ήταν οι Έλληνες δωσίλογοι οι φυσικοί αυτουργοί.
Αυτοί έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις λεηλασίες, στα βασανιστήρια, στην ατίμωση κοριτσιών μπροστά στους δικούς τους, στους βιασμούς, στην καταστροφή του χωριού και τελικώς στην εκτέλεση και την πυρπόληση των 149 συμπατριωτών μας. Επειδή λοιπόν η χώρα μας περνάει και σήμερα ένα πόλεμο, αν έχουμε ένα χρέος και θέλουμε να τιμήσουμε τους νεκρούς, θα πρέπει να μην ξεχάσουμε τι πραγματικά έγινε εδώ, σε αυτή την πλατεία. Όχι πάρα πολλά χρόνια πριν.
Χρωστάμε ευγνωμοσύνη στους λίγους ανθρώπους που κατάφεραν τότε να διασωθούν, να ξεπεράσουν τα πολλαπλά τραύματα τους και να μας διηγηθούν. Μια απ αυτές, η Ελένη Νανακούδη εξιστόρησε πριν από χρόνια, στην δημοσιογραφική μου ομάδα, τα γεγονότα, όταν οι κάτοικοι του χωριού συγκεντρώθηκαν στην πλατεία. Αντιγράφω από την συνέντευξη:
“..μας βάλανε στον φούρνο, εμείς που ήμασταν από τις πρώτες στην γραμμή ανεβήκαμε στο ζυμωτήριο επάνω. Μας είπαν να καθίσουμε, καθίσαμε, στήσανε μπροστά ένα πολυβόλο στην πόρτα και άρχισαν να μας ρίχνουν. Σκοτώθηκε η μαμά μου πρώτα, μετά η αδερφή μου, μετά έφεραν δέματα χόρτα και μας έριξαν πάνω μας και μας βάλανε φωτιά. Εγώ είδα μία κυρία που κατέβαινε με το μωρό της αγκαλιά, πιάστηκα πίσω από την ρόμπα της και κατέβηκα κάτω. Εκεί ήταν όλοι σκοτωμένοι και κάτω γεμάτο πτώματα Η κυρία αυτή δρασκέλισε την πόρτα να βγει, εκείνη την ώρα βρέθηκαν ταγματασφαλίτες, έτσι τους λέγαμε, άκουσα που την είπαν κυρία μου που πας και την μαχαίρωσαν.
…Είδα ησυχία εκεί στην αυλή είχε σκοτωμένους αρκετούς και έξω, όσοι δεν χωρούσαν τους σκοτώνανε στην αυλή και έπεσα μπρούμυτα εκεί επάνω στους σκοτωμένους και έκανα τον σκοτωμένο.
Εκεί πέρασε αρκετή ώρα, δίπλα μου ήταν μια κυρία, θήλαζε το μωρό της, σκοτωμένη αυτή και το μωρό θήλαζε, μια έκλαιγε, μια θήλαζε, ήρθαν οι ταγματασφαλίτες και βλέπανε το μωρό και γελούσαν που θήλαζε από την μάνα.
Η Ελένη Νανακούδη, 10 ετών τότε, κατάφερε να φύγει από το καμένο χωριό και κίνησε να βρει τον πατέρα της που ήταν έξω στο χωράφι, 2 ώρες μακριά. . Αλλά στο δρόμο έπεσε πάνω σε δύο ταγματασφαλίτες.
“Ένας πήγε από εδώ, ένας από εκεί και εγώ στην μέση περίμενα τι θα κάνουν. Κατέβασε το όπλο ο ένας να με σκοτώσει, ο άλλος δεν το άφησε, όχι λέει δεν θα το σκοτώσεις.
Θα το σκοτώσω ο ένας, όχι ο άλλος, εγώ περίμενα, λέω πού θα πάει αυτό, θα έχω πεθάνει, εγώ εν τω μεταξύ ήμουν τραυματισμένη, δεν το είχα πάρει είδηση, το χέρι μου, τότε το είδα, επειδή την αδερφή μου την κρατούσα αγκαλιά και όπως πέρασε η σφαίρα από της αδερφής μου το κεφάλι έμεινε στο δικό μου το χέρι, που ήταν όλο τούφες από τα μαλλιά της και τότε κατάλαβα ότι ήμουνα τραυματισμένη και στα πόδια.”
ΟΙ δύο ταγματασφαλίτες άφησαν την Ελένη να φύγει. Όμως η ιστορία μας δεν σταματάει εδώ. Δεκαετίες αργότερα, όταν η Ελένη Νανακούδη κατάφερε να λογαριαστεί με τους εφιάλτες της και να διηγηθεί την ιστορία της στην τηλεόραση, οι δύο υποψήφιοι δολοφόνοι της την πήραν τηλέφωνο και έμαθε και τότε και τα ονόματα τους. Ο ένας είναι ο Βαγγέλης και ο άλλος ο Δημήτρης.
“Ναι λέει είχαμε την εντύπωση θα είχες πεθάνει, δεν περιμέναμε τα χάλια που σε είδαμε, γιατί εγώ ήμουνα βουτηγμένη μέσα στο αίμα, σχεδόν δεν φαινόταν το πρόσωπο μου, όπως είχα ξαπλώσει στους νεκρούς επάνω.”
Η κύρια Νανακούδη δεν θέλησε να συνεχίσει την επικοινωνία μαζί τους. Αλλά αν το είχε κάνει θα έπρεπε να τους ρωτήσει τι ήταν αυτό που έκανε ανθρώπους να σκοτώσουν ανθρώπους. Τι έκανε ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν για σύμβολο την Ελληνική σημαία, να δολοφονήσουν ακόμη και τα γυναικόπαιδα του χωριού. Ακόμα και οι Γερμανοί, σε φρικιαστικά εγκλήματα τόσο μεγάλα όσο τα Καλάβρυτα όπου δολοφόνησαν μεμιάς κοντά 700 άτομα, εκτέλεσαν τους άνδρες πάνω από 14 χρονών. Όχι τα γυναικόπαιδα. Και η απάντηση είναι σαφής. Γιατί οι ταγματασφαλίτες, ο Βαγγέλης και ο Δημήτρης, ήταν ένα κράμα λούμπεν στοιχείων, εγκληματιών συχνά με βεβαρυμένο ποινικό μητρώο, που συγχρόνως πίστευαν στον ναζισμό και τον φασισμό. Και είχαν χρησιμοποιήσει την φρίκη του πολέμου, τις συγκρούσεις στην περιοχή, την κατάρρευση του κράτους για να εφαρμόσουν στην πράξη αυτά που πίστευαν.
68 χρόνια μετά, οι πολιτικοί απόγονοι του Βαγγέλη και του Δημήτρη, οι απόγονοι των δωσιλόγων και των ταγματασφαλιτών, συχνά υπόδικοι κι αυτοί για εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου, αξιοποιούν τα δεινά που έχει επιφέρει ο σύγχρονος οικονομικός πόλεμος στην Ελλάδα για να υλοποιήσουν τις φασιστικές τους ιδέες. Όχι πια κρυφά τα βράδια, όπως οι ομοϊδεάτες τους σε άλλες χώρες, αλλά πλέον και με το φως της ημέρας. Αξιοποιώντας και αυτοί την κατάρρευση του επίσημου κράτους. Ο αρχηγός τους δηλώνει αηδία για το Κοινοβούλιο, οι βουλευτές τους έφτασαν να επιτεθούν σε βουλευτές άλλων κομμάτων όχι πια μέσα σε κάποιον τηλεοπτικό σταθμό, αλλά μέσα στο προαύλιο της Βουλής. Ένα τέτοιο κόμμα δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται πλέον ως κοινοβουλευτικό κόμμα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δράση των φασιστών, όπως και τότε, συμφέρει πολλούς. Το μεταναστευτικό αναγορεύεται στο υπ αριθμόν ένα πρόβλημα της χώρας, για να ξεχάσει λίγο ο κόσμος την ανεργία, το κλείσιμο των καταστημάτων, τις περικοπές μισθών και συντάξεων και την κατάρρευση της υγείας και να αποδώσει τα δεινά τους στους ξένους. Πρέπει όμως να γίνει κατανοητό ότι αυτή τακτική ρίχνει νερό στο μύλο των φασιστών. Και οι Ευρωπαίοι ξένοι δανειστές, που δεν τους νοιάζει παρά μόνο να πληρώνει η Ελλάδα τις δόσεις της, θα πρέπει να θυμηθούν τι έγινε στην Γερμανία τον μεσοπόλεμο. Ακόμη και αφού οι Ναζί κατέλαβαν την εξουσία το 1933, ενδιαφέρονταν μόνο να αποπληρώνει η Γερμανία τις δόσεις της και να εκπληρώνει τα μνημόνια της εποχής. Την συνέχεια την ξέρουμε.
Και από την άλλη πλευρά, η αντιμετώπιση του φασιστικού κινδύνου δεν μπορεί να γίνει μονάχα με διακηρύξεις περί δημοκρατίας. Αλλά με το συστηματικό σκύψιμο πάνω στα προβλήματα των απλών ανθρώπων, από το πρόβλημα της ασφάλειας και της εγκληματικότητας μέχρι το μεταναστευτικό. Και κυρίως μέσα από την οργάνωση ενός πανεθνικού δικτύου κοινωνικής αλληλεγγύης για τους ασθενέστερους και όσους έχουν ανάγκη. Η εθνική αντίσταση στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής είναι γεμάτη τέτοια παραδείγματα. Πρέπει να αντλήσουμε ιδέες και δυνάμεις, όπως πρέπει πάντα να θυμόμαστε τον Χορτιάτη, για να μην ξαναγίνουν ποτέ τέτοια εγκλήματα. Να τον θυμόμαστε, να τον μεταδώσουμε στους νεότερες γενιές και να βγάλουμε τα αναγκαία συμπεράσματα για το παρόν και το μέλλον της πατρίδας μας.
Γιατί βλέπουμε σήμερα την ιστορία να επαναλαμβάνεται. Του ανθρώπους με την ίδια ιδεολογία να χρησιμοποιούν ως σύμβολο-πέρα από τα κρυπτοναζιστικά σύμβολα- την ελληνική σημαία. Και να δρουν με πρόσχημα, αυτή τη φορά, όχι τους αντάρτες που εδώ έξω από το Χορτιάτη είχαν τότε χτυπήσει τους Γερμανούς κατακτητές. Αλλά ένα υπαρκτό κοινωνικό πρόβλημα,. Όμως κανείς δεν πρέπει να ξεγελιέται. Όπως έγραφε και μια προκήρυξη που έριξαν τις προάλλες έξω από ένα μπαρ, “μετά τους μετανάστες έρχεται η σειρά σας”.