O Παναγιώτης Τιμογιαννάκης
αποχαιρετά τον Νίκο Φώσκολο, γράφοντας στο gazzetta.gr δύο ιστορίες, με
τον Ελληνα σκηνοθέτη και τον Φράνσις Φορντ Κόπολα!
Με δύο ανθρώπους μου έχει συμβεί το ίδιο περιστατικό όπου και στις δύο περιπτώσεις μαγεύτηκα.
Ο ένας ήταν ο Φράνσις Φορντ Κόπολα. Ο άλλος ήταν ο Νίκος Φώσκολος, που έφυγε στα 88 του χρόνια.
Ποιο ήταν το περιστατικό;
Με τον Κόπολα , καθισμένοι στο lobby
του ξενοδοχείου στο Λονδίνο κουβεντιάζουμε και μου λέει απίστευτες
ιστορίες γύρω από την κινηματογραφική Τέχνη. Ξαφνικά, ζητάει νερό και ο
σερβιτόρος μας φέρνει ένα μπουκάλι Evian.
Βρισκόμαστε στο σημείο που μου εξηγεί από πού μπορεί να εμπνευστεί μια
ταινία. «Να, πάρε για παράδειγμα αυτό το μπουκάλι» μου λέει. «Τι γράφει
επάνω; Evian. Αρα, πες ότι θέλω να κάνω μια ταινία για τη ζωή του Κυρίου … Evian.
Από πού θα αρχίσω; Ποιος είναι αυτός;
Βιομήχανος. Τι παράγει νερό; Μα
το νερό παράγεται; Αρα, θα πρέπει να δείξω κάποιον που ξέρει να
εκμεταλλεύεται τους φυσικούς πόρους και να κάνει εμπόριο μέσα από
αυτούς». Κι αρχίζει να μου αναλύει τον χαρακτήρα αυτού του υποτιθέμενου
κυρίου Evian. Μου φτιάχνει
επί τόπου και την πλοκή. Πολιτικο-κοινωνικό δράμα με σασπένς πρώτης
τάξεως. «Και φτάνουμε στα γυρίσματα» συνεχίζει ο Κόπολα. «Τι όψη πρέπει
να έχει αυτή η ταινία; Μα την ουδέτερη όψη του νερού αφού το νερό παίζει
πρωταρχικό ρόλο στην εξέλιξη». Κι αρχίζει να μου αναλύει πως θα
επιλέξει ο σκηνογράφος το ουδέτερο χρώμα του νερού, πως θα το πάρει ο
διευθυντής φωτογραφίας και θα φωτίσει την ταινία ανάλογα…. Μέχρι να
τελειώσει το λόγο του, έχω μεθύσει από μια ταινία που δεν θα δω ποτέ,
που του ήρθε η έμπνευση εκείνη τη στιγμή, που ως δια μαγείας μια λέξη
λειτούργησε ως μαγικό ραβδί παραμυθιού κι ανάβλυσαν ιδέες.
Κάποιο καιρό αργότερα στην Αθήνα.
Συναντιόμαστε με το Νίκο Φώσκολο, πάλι σε lobby
ξενοδοχείου, αυτή τη φορά μετά από μια θεατρική πρεμιέρα. Μιλάμε για τα
έργα. Το ρωτώ για όλες αυτές τις δαιδαλώδεις υποθέσεις του, την
ανακατεμένη πλοκή, τα λόγια τα μεγάλα, τη δράση, την κορύφωση του
δράματος.
«πες μου μια λέξη» μου λέει. Εχοντας στο νου μου το περιστατικό με τον Κόπολα του λέω τη λέξη «νερό»
Κι αρχίζει ο μπαρμπα Φώσκολος να ιστορεί.
«Νερό» λοιπόν. Αρα σε υπαίθρια περιοχή. Πηγή ζωής το νερό αλλά κάποιοι
θέλουν να το στερήσουν από τους κατοίκους κι ας είναι φυσικό αγαθό.
Διότι πρέπει να σκεφτόμαστε» μου εξηγεί ο μπάρμπας «από ποια ιστορία θα
αντλήσουμε δυνατές δραματικές συγκρούσεις». Μάλιστα. Καθώς μου μιλά για
το «νερό», μου έχει στήσει ένα ολόκληρο περιβάλλον επαρχίας, μου έχει
γεννήσει κεντρικό ήρωα κι άλλα 40 πρόσωπα που θα σταθούν στο πλευρό του
ήρωα ή θα του βάλουν εμπόδια ώστε να αναπτυχθεί το δράμα, αφού
προηγουμένως μου έχει ορίσει και το είδος στο οποίο θα κινήσουμε την
ιστορία με το «νερό» κι έχει επιλέξει το «δραματικό έπος»
Κι όπως κι ο Κόπολα, αφού μου τελειώνει
την ιστορία που σκαρφίστηκε επί τόπου από μια λέξη που του «πέταξα» στην
τύχη, συνεχίζει «Και τώρα θα πρέπει να δούμε το θέμα των γυρισμάτων
αφου με το σενάριο τελειώσαμε»
Η κάμερα θα δείχνει γενικό πλάνο στο
ξεκίνημα, την καταπράσινη βλάστηση και σιγά σιγά θα μετακινείται προς
την πηγή του νερού, εκεί που θα μπαίνουν οι τίτλοι. Για να δώσουμε στο
θεατή μια πρώτη γεύση….»
Εχω μείνει άφωνος και τον παρακολουθώ. Στη
διάρκεια ενός ουίσκι μου έχει αφηγηθεί και ολόκληρη ιστορία, μου την
έχει μετατρέψει σε σενάριο, μου την έχει «ντεκουπάρει» και με έχει
«πάει» και στα γυρίσματα ενώ μου έχει κάνει και διανομή ρόλων.
Εχω μαγευτεί. Θυμάμαι μια κουβέντα του
Κώστα Καζάκου, του δεύτερου μετά τον Νίκο Κούρκουλο ηθοποιού, που
οφείλει την κινηματογραφική του ιστορία στον Νίκο Φώσκολο «Όταν γράφει
νιώθει σαν να είναι ο Σαίξπηρ κι όταν σκηνοθετεί εμπνέεται σαν να είναι ο
Αιζενστάιν»
Όχι, ως ψώνιο μεγαλομανίας . Μα ως ψώνιο
δημιουργίας, ως κάποιος που τα πιστεύει πολύ αυτά που κάνει, αυτά που
λέει, αυτά που γράφει αυτά που σκηνοθετεί, κι εκεί συναισθάνομαι, εγώ
πιά, από την κουβέντα του Καζάκου κι από το περιστατικό με το «νερό»,
που κρύβεται το μυστικό της επιτυχίας του. Στο ότι θέλουν δεν θέλουν, ο
Νίκος Φώσκολος είναι απόλυτα αληθινός κι η αλήθεια ποτέ δεν αποτυγχάνει,
ποτέ δεν κρύβεται, πάντα κατακτά τον άνθρωπο, ακόμα κι όταν δεν είναι
σε θέση να εξηγήσει.
Περιττό να σας πω ότι το «πείραμα» με το
«νερό», το επαναλαμβάναμε και τις επόμενες φορές που τύχαινε να
συναντηθούμε, ήταν σαν ένα παιχνίδι, σαν να έβαζα τον «παππού» να μου
λέει παραμύθια. Μόνο που ο συγκεκριμένος «παππούς» τα παραμύθια τα
κατασκεύαζε ο ίδιος, δεν του τα είχε αφηγηθεί ο δικός του παππούς από τη
λαική παράδοση. Μια λέξη ήθελε , σαν να ήταν ένα κέρμα που θα του
έβαζες, κι αυτομάτως η μηχανή παραγωγής ιστοριών έμπαινε μπρος.
Αυτός ο άνθρωπος, ο τόσο προικισμένος,
λοιδορήθηκε και ζηλεύτηκε όσο λίγοι. Ειδικά με τον «Αγνωστο Πόλεμο» που
έδωσε την χαριστική βολή στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και πλούτισε
τα καταστήματα ηλεκτρικών ειδών καταναλώνοντας τηλεοράσεις για να δουν
το σήριαλ. Τόσο τον φθόνησαν που τον είπαν και απολογητή της Χούντας.
Αγνοούσαν ή έκαναν πως αγνοούσαν ότι ο ίδιος ήταν αριστερός, εξού κι
είχε μια ροπή πάντα προς την κοινωνική καταγγελία και τα σκοτεινά
κυκλώματα της πολιτικής και την εν γένει σαπίλα, κι αφετέρου έχοντας
μεσάνυχτα, δεν γνώριζαν πως ο «Αγνωστος πόλεμος», εκείνος ο πρώτος
κύκλος, ήταν επεξεργασμένο εκ νέου το σενάριο του «Κοντσέρτο για
πολυβόλα», που η Τζένη Καρέζη το είχε πρώτο στις προτιμήσεις της από τα
έργα που έκανε στο σινεμά, με δεύτερο το «Αγάπη και αίμα», πάλι του
Φώσκολου. «Μη βιάζεσαι, ίσως να παίζει ρόλο ότι αυτά συνδέονται και με
τη γνωριμία μου με τον Καζάκο» συμπλήρωνε ως αυτοσαρκασμό.
Ναι, και ο δεύτερος κύκλος από ταινία του
ήταν εμπνευσμένος, από το «Η λεωφόρος της προδοσίας» με τον Φούντα και
την Μαυροπούλου αλλά και ο τρίτος κύκλος, η περιβόητη «Βιργινία Δέρβου»
ήταν πάλι από ταινία, το «Ερωτας και προδοσία» όπου η Τζένη Ρουσέα
επαναλάμβανε στην TV τον κινηματογραφικό της ρόλο. Κι όμως, ενώ αυτά προυπήρχαν έσταξαν το φαρμάκι τους.
Και μετά θέλησαν να τον γελοιοποιήσουν
διότι αφού στη Μεταπολίτευση τον άφησαν «εκτός», εντούτοις στην ιδιωτική
τηλεόραση επανήλθε με τη «Λάμψη» η οποία μπήκε στον κατάλογο Γκίνες ως
ρεκόρ μακροβιότητας.
Η κυρίαρχη αντίληψη γι αυτόν όμως είχε
κάνει το έγκλημα της. Η γωνία από την οποία κοίταζαν το ποτήρι ήταν η
αρνητική, η τάση για διασυρμό. Ελληνικό φαινόμενο που στο χώρο του
κινηματογράφου έχει κάνει πολλή δουλειά
Και ξέρετε γιατί; Επειδή αναζητούμε
προστάτη, δεν έχουμε το θάρρος μας ως λαός να υπερασπιστούμε τα
κεκτημένα μας, τη μαζική μας κουλούρα, αυτή που εκπροσώπησαν ο
Δαλιανίδης κι ο Φώσκολος, που είναι οι ρίζες μας άρα κι ο πολιτισμός
μας.
Αν ήταν Ιταλός, σήμερα η Ιταλία θα είχε εθνικό πένθος. Κι η Αμερική το ίδιο. Εδώ όχι.
Ο Φώσκολος ξεκίνησε αναγνωριζόμενος από τη
θεατρική κριτική ως πολύ προικισμένος συγγραφέας με τα δύο πρώτα
αστυνομικά του έργα για το θέατρο. Το «Ο θάνατος θα ξανάρθει» και «Θηλιά
στο σκοτάδι»
Κατόπιν στο ραδιόφωνο της δεκαετίας 60
φτιάχνει τις εκπληκτικές «Αστυνομικές Ιστορίες του Νίκου Φώσκολου» που
τις ακούγαμε Δευτέρα-Τετάρτη- Παρασκευή, μία δε από αυτές τη θυμάμαι
ακόμα για τη ριγηλότητα που μου προκάλεσε στα εφτά μου χρόνια, όπου για
πρώτη φορά καρφώθηκε στο σκληρό δίσκο μου η έννοια της ανατροπής σε
αστυνομικό έργο.
Και μετά , αρχίζουν τα σενάρια στον
κινηματογράφο όπου το ένα ήταν καλύτερο από το άλλο κι ο Φώσκολος
αναδείχτηκε τότε ως ο νουμερο ένα σεναριογράφος της Ελλάδας. «Κραυγή»,
«Το κάθαρμα», «Οργή», «Ο κράχτης» , «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» που
προτάθηκε για το Οσκαρ ξένης ταινίας και στους ύμνους περιλαμβανόταν σε
μεγάλο βαθμό ο σεναριογράφος Φώσκολος, κι ύστερα στου Φίνου όπου όταν
του σκηνοθετούσαν ο Δαλιανίδης («Δάκρυα για την Ηλέκτρα», «Το παρελθόν
μιάς γυναίκας», «Όταν η πόλη πεθαίνει») ή ο Δημόπουλος , που του
ταίριαζε περισσότερο («Κατηγορώ τους ανθρώπους», «Οι εχθροί», «Κοινωνία
ώρα μηδέν», ¨Κοντσέρτο για πολυβόλα», «) καλύπτονταν οι «βερμπάλες» του.
Ενώ όταν σκηνοθετούσε ο ίδιος, ακριβώς επειδή πίστευε στον «Σαίξπηρ»
εαυτό του, τις «βερμπάλες» που ήταν χαρακτηριστικό του, τις διόγκωνε.
Ηταν επόμενο να σκηνοθετήσει διότι με τον
Ντίνο Δημόπουλο έγινε και «κόντρα». Ο Φώσκολος πίστευε στα σενάρια του.
Πάντως και ως σκηνοθέτης πέτυχε με τη «Λεωφόρο του μίσους», το «Ορατότης
μηδέν», το «Με φόβο και πάθος» και την «Υπολοχαγό Νατάσα» που χάρισε
στην Νο 1 Αλίκη τη νούμερο 1 εισπρακτική επιτυχία της. Ενώ συνέχισε να
σκορπά σενάρια που του γύριζαν ο Σταύρος Τσιώλης («Η ζούγκλα των
πόλεων», «Κατάχρηση Εξουσίας») ή ο Πάνος Γλυκοφρύδης («Εσχάτη προδοσία»)
Και βάζω στις αξιομνημόνευτες , μία ακόμα
ταινία του που δεν έχει εκτιμηθεί επαρκώς , ούτε κι από εισιτήρια στον
καιρό της. Το «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα» (με την Μάρθα Καραγιάννηως
δραματική πρωταγωνίστρια )που ήταν δύσκολο να προσδιορίσουν το είδος,
τους μπέρδευε, ήταν «νυχτερινό», ήταν «λιμανίσιο» αλλά δεν ήταν δράμα
καταγωγίων. Τι ήταν; Απλά, «πειραιώτικο». Το λιμάνι, οι άνθρωποι, αυτοί
που φεύγουν, οι άλλοι που μένουν. Και έτοιμες ωα βάση τις τρεις αδελφές
του Τσέχωφ μεταφερμένες στον Πειραιά.
Ο Φώσκολος όπως κι ο Δαλιανίδης
εκπροσώπησαν τη μαζική κουλτούρα και στον καιρό που το έκαναν και για
τον πληθυσμό που το έκαναν, απέδειξαν ότι ήταν έτη φωτός μπροστά. Σε
εκείνη την εποχή,. Εξού κι η αντοχή μέχρι σήμερα
Και κάτι αιρετικό. Και πολύ «φωσκολικό»,με
θεωρίες συνωμοσίες και τα ρέστα. Αν δεν είχαν εκτοπιστεί τα δράματα,
ίσως να την είχαν δύσκολα οι καταπατητές του καιρού μας. Αν ήμαστε ακόμα
ζυμωμένοι με το φωσκολικό ήρωα και γουστάραμε την καταγγελία και την
σύγκρουση με τους ισχυρούς against all odds, πιθανόν να ήταν κι άλλες οι αντιδράσεις της μάζας.
Εδώ ο αντιφωνητής θα σηκωθεί αγριεμένος και θα μου φωνάξει «basta».
Αρκετά. Θα επικαλεστεί τη «Λάμψη» και θα πεί «δεν χάσαμε και τίποτα».
Εγώ, αυτού του αντιφωνητή θα του θυμίσω ότι πρόσφατα στο διαδίκτυο
κυκλοφόρησαν επεισόδια της προ 20ετίας «Λάμψης» που προμήνυαν περί
«Χρυσής Αυγής»
Όπως και νάχει, πλούσιες ιστορίες σαν του Φώσκολου, μία χώρα που τις γεννά, δεν μπορεί να τις απαρνιέται.
Διάβασε περισσότερα στο: Ο σπουδαίος Φώσκολος και ο Κόπολα! | gazzetta.gr
Follow us: @gazzetta_gr on Twitter | gazzetta.gr on Facebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου