Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Διήγημα της Πέρσας Κουμούτση


Έκλεισε το ραδιόφωνο, δεν ήθελε να ακούει άλλο τις ειδήσεις, ούτε να ανασκαλεύει άλλο τον πόνο. Μέρες τώρα αναμασιούνται τα ίδια και τα ίδια λες και θα άλλαζε τίποτα. Το τηλέφωνο δε σταμάτησε να κτυπά, λες και οι φίλοι και οι γνωστοί δεν γνώριζαν. Ο ίδιος τα έζησε από πρώτο χέρι και δυστυχώς, όχι μόνο μια φορά. Ένιωσε την απελπισία στο πετσί του, την αηδία της κατάστασης ξανά και ξανά. Επιπλέον ήταν εξαντλημένος και άυπνος. Δυο ολόκληρες νύχτες είχε να κοιμηθεί, τρεις μέρες είχε να βάλει μπουκιά στο στόμα του. Μόνο κάπνιζε, όλο κάπνιζε.

Οι αμέριμνες φωνές των οκτάχρονων διδύμων κοριτσιών που έπαιζαν στην κουζίνα κόπασαν και το σπίτι
βυθίστηκε πάλι στην εκκωφαντική σιωπή. Νωρίτερα, τον αφύπνιζαν κάθε τόσο από τις θλιβερές του σκέψεις, αλλά μόνο για λίγο, ύστερα πάλι οι σιωπηρές παύσεις τους τον έσπρωχναν στον βάραθρο της απελπισίας του.. Και ναι, δεν ήταν η πρώτη φορά. Τι θα τους έλεγε; Πώς θα τους εξηγούσε; Ένιωσε ένα αιχμηρό πόνο ενοχών να του τρυπά το μέσα του, σαν να έφταιγε ο ίδιος για την απόλυση του, για την οικτρή κατάσταση που κυριαρχούσε στη χώρα. Δεν πρόλαβε να τα καληνυχτίσει πάλι, ή δεν ήθελε. Κι η αλήθεια είναι ότι τα απέφευγε τεχνηέντως. Από την ημέρα που επέστρεψε στο σπίτι του καταβαραθρωμένος, απέφευγε να τα κοιτάξει στα μάτια λες και του έφταιγαν ή μήπως ήταν οι ενοχές που ένιωθε ο ίδιος απέναντί τους για ένα μέλλον που πολύ φοβόταν ότι δε θα μπορούσε πια να τους εξασφαλίσει;
Κούνησε το κεφάλι του δεξιά και αριστερά σαν να επιθυμούσε να αποδιώξει την τελευταία αυτή επώδυνη σκέψη. Ο λαιμός του είχε πιαστεί και η πλάτη του πονούσε, αλλά ακόμα δεν είχε το κουράγιο να σηκωθεί. Τρεις ολόκληρες μέρες ήταν κλεισμένος σε εκείνο το δωμάτιο, στο ίδιο δωμάτιο όπου ξενυχτούσε για να προετοιμάσει τα κείμενα για τις εκπομπές του. Την περισσότερη ώρα ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ ανίκανος να σηκώσει το κεφάλι του.   Μόνο κοίταζε τον καπνό από τα ατέλειωτα τσιγάρα που κάπνιζε να ανυψώνεται αργά ως το ταβάνι.
Άλλη μια ρουφηξιά και το παιχνίδι της αιθέριας ανάβασης άρχιζε ξανά. Πόσο ντρεπόταν για τον εαυτό του, για την αδυναμία του να σηκωθεί, να συνέλθει. Τι παράδειγμα  έδινε στα αλήθεια στα παιδιά του; Αυτή η τελευταία, από όλες τις σκέψεις, τον βασάνιζε πιο πολύ.
Η μάνα του βρισκόταν στην κουζίνα. Ένιωθε τις κινήσεις της, τις οραματιζόταν. Μια ζωή είχε ξοδέψει καθαρίζοντας, μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε με τη πενιχρή εκείνη σύνταξη που κάθε λίγο της έκοβαν επικαλούμενοι τα αστεία προσχήματά τους περί θυσίας, αυτοί οι ίδιοι που τα έκλεψαν. Ο κρότος από τα πιάτα σταθερός στην ένταση και στις παύσεις του, δήλωνε πως το καθάρισμα και το πλύσιμο των πιάτων δεν είχε τελειώσει ακόμα. Σαν αν είχε επιδοθεί σε ένα ατέρμονο παιγνίδι κρότου και φασαρίας. Θεέ, ας τον άφηνε για λίγο να ηρεμήσει, να βυθιστεί στη λυτρωτική εκείνη σκοτεινή και βελούδινη ανυπαρξία. Πόσο λυτρωτική ήταν αυτή η καταβύθιση του μέσα στα σκοτεινά και ανέλπιδα φαράγγια του μυαλού. Ναι, μόνο αυτό ήθελε, την απόλυτη ηρεμία του, την ηρεμία του θανάτου.
Ο κρότος των πιατικών έσκισε πάλι την ησυχία κατακερματίζοντας για άλλη  μια φορά τα ήδη διαλυμένα νεύρα του. Ας σταματούσε μια στιγμή. Ούτε στρατός να έτρωγε στο σπίτι του, σκέφτηκε, έτσι που η μάνα του καθάριζε και έπλενε συνεχώς. Δεν έβγαινε από την κουζίνα παρά μόνο για να τον ρωτήσει αν ήθελε να φάει κάτι. «Μόνο καφέ.» της έλεγε με δυσκολία. «Δεν πεινάω, μάνα» πρόσθετε αποφεύγοντας να τη κοιτάξει στα μάτια.
 Το χαμόγελο της ξεθώριαζε μόλις απομακρυνόταν από το δωμάτια που άχνιζε πια τη μυρουδιά της κλεισούρας. Είχε σχεδόν μετακομίσει στο σπίτι του για να φροντίζει τα παιδιά, αφού η γυναίκα του δούλευε ως αργά και στην κατάσταση της δεν μπορούσε να φροντίσει μόνη τα κορίτσια, αυτό του είχε πει, αλλά εκείνος ήξερε πως φοβόταν για την ψυχική του υγεία. Τον ήξερε καλά. Άλλωστε, μέσα στην απελπισία του είχε κάνει το λάθος να της  φωνάξει για κάποια ανόητη πράξη που σκόπευε να κάνει και εκείνη έντρομη, τα άφησε όλα και έτρεξε κοντά του.
Ήξερε την ευαισθησία του, το πάθος για τη δουλειά του, στο χώρο της ραδιοφωνικής δημοσιογραφίας για περισσότερα από είκοσι πέντε χρόνια, αφότου ήταν φοιτητής ακόμα. Και δεν ήταν μόνο η οικονομική δυστοκία που ακολούθησε τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του, που τον έσπρωξε, σχεδόν παιδί ακόμα να δουλέψει, αλλά η αγάπη του για αυτή τη δουλειά. Μάχιμος υπήρξε πάντα και ακραιφνής, αισιόδοξος για τις μεγάλες αλλαγές της πατρίδας, ακόμα και τις φορές που η πατρίδα τον πρόδινε, δε το έβαζε κάτω. Ένιωθε υπερήφανος για τη δουλειά του, το λειτούργημα του, όπως έλεγε, αλλά αυτή ήταν ήδη η τρίτη φορά μέσα σε δέκα μόλις χρόνια και τον είχε ήδη αποκάμει.
«Μόνο που τότε υπήρχε κάποια μικρή ελπίδα, τώρα δεν υπάρχει τίποτα, μάνα. καμία προοπτική. Τίποτα!» της είχε φωνάξει στο τηλέφωνο, λες και έφταιγε η ίδια για την ελεεινή κατάστασης του τόπου.
Δεν ήταν σίγουρος ότι είχε καταφέρει να αρθρώσει όλα αυτά στη μάνα του, καθόλου δεν ήταν σίγουρος. Για το μόνο που ήταν σίγουρος είναι ότι οι σκέψεις αυτές ωρύονταν ασταμάτητα στο κεφάλι του από τη στιγμή που του ανακοίνωσαν την απόλυση του με εκείνον τον ανεκδιήγητο τρόπο, χωρίς να σκεφτούν τα όνειρά του, τη ζωή του, τα παιδιά του.  Στην αρχή είχε μείνει άφωνος για λίγα λεπτά, έπειτα οι κραυγές του ταρακούνησαν συθέμελα το κτίριο. Παρόλα αυτά πριν ακόμα κλείσει το ακουστικό, εκείνη είχε ήδη κατέβει στο δρόμο. Δεν ηρέμησε παρά μόνο όταν  έφτασε λαχανιασμένη στο σπίτι του. «Ήλθα για τα παιδιά. ώσπου να δυναμώσεις.»
Δεν συνέχισε τη κουβέντα ήξερε ότι η μάνα του ήταν έξυπνος άνθρωπος, ήξερε πολύ καλά ότι η ψυχολογική κατάσταση του την είχε τρομάξει. Και ήταν μια ανέλπιδη κατάσταση που είχε φτάσει στο απροχώρητο. Απολύσεις παντού, εξαντλητικές μειώσεις μισθών, κατάσχεση ή δήμευση περιουσιών, τίποτα δεν άφηνε κανένα περιθώριο, καμία χαραμάδα ελπίδας,καμία προοπτική για δουλειά, πουθενά, ούτε ακόμα για δουλειές του ποδαριού.
 Η γυναίκα του το είχε ήδη δηλώσει από την πρώτη στιγμή που της το ανακοίνωσε, ότι είχε ήδη κουραστεί, ότι δε θα άντεχαν άλλο. Και η δική της δουλειά βρισκόταν στο στόχαστρο των απολύσεων, δούλευε ανεξάντλητες ώρες παρά την  τεράστια μείωση μισθού που υπέστη ο μισθός της, παρά την προχωρημένη εγκυμοσύνη της, για να μην δώσει καμία απολύτως αφορμή. Λες και εξαρτιόταν από αυτό.
Δεν της απάντησε, τι να της έλεγε; Και δεν έφταιγε για αυτό ο κόμπος που έφραζε το λαιμό του, δεν είχε κανένα επιχείρημα. Κι όταν δεν μίλησε, τελικά, μόνο τον κοίταξε με νόημα, και κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω της έφυγε για τη δουλειά της.
Από εκείνη την ώρα κλείστηκε στο δωμάτιο του και δεν ήθελε να δει ούτε τα παιδιά του. Την καταλάβαινε, τα δάνεια του σπιτιού απειλούσαν σαν βρόγχος γύρω από το λαιμό, η μείωση του μισθού της ήταν αισθητή, αφού της είχαν καταργήσει όλα τα επιδόματα και εκείνος, εκείνος δεν είχε πια καμία απολύτως προοπτική.
 Παλιότερα ήταν οι  «Τόμαχοκ» της λογοκρισίας που έβαλαν τελεία και παύλα στα όνειρα τους και ήταν εκείνος από τα πρώτα θύματα τους. Η απαίτηση ευθυγράμμισης των δημοσιογράφων με τις εκ των άνωθεν εντολές και η προσπάθεια υποταγής των «διαφωνούντων» στα κελεύσματα της κυβερνητικής προπαγάνδας, κατέγραψαν και τότε στη χώρα μεγάλες και  παράπλευρες απώλειες… «Παράνομα και καταχρηστικά απολύθηκε από το ραδιοσταθμό, διότι ο δημοσιογράφος Δημήτρης Γεωργίου, δεν συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις» είχαν γράψει τότε οι εφημερίδες.
Έκλεισε τα μάτια του, ήθελε να σταματήσουν οι βασανιστικές αυτές σκέψεις, ας τον άφηναν για λίγο να κοιμηθεί, αλλά αυτές συνέχιζαν να βουίζουν σαν μέλισσες μέσα στο κεφάλι του.
Το βλέμμα του στράφηκε πάλι σε εκείνο το αστέρι που τον είχε κρατήσει ξάγρυπνο της προηγούμενες νύχτες, τρεμόσβηνε πάλι εκνευριστικά. Σκέφτηκε να σηκωθεί και να κλείσει το ελεεινό παράθυρο, αλλά δεν το έκανε, μόνο συνέχιζε να το κοιτά με δυο ορθάνοιχτα μάτια. Ένιωθε εξαντλημένος, ματαιωμένος, εντούτοις το εκτυφλωτικό φως τον δυσκόλεψε πάλι να κλείσει μάτι. . Η παλμική αυτή κίνηση, σαν μια εκτυφλωτική φωτεινή επιγραφή που αναβόσβηνε γρήγορα μεταφράστηκε σε κάτι σαν βόμβο − ή μήπως ήταν οι κτύποι της καρδιάς του; Πόσο παράδοξο είναι στ’ αλήθεια όταν μια αίσθηση μετατρέπεται σε εικόνα κι αυτή με τη σειρά της σε ηχητική παράσταση! Ρυθμικός παλμός, γρήγορος, σχεδόν εξουθενωτικός έκανε τη καρδιά του να θέλει να αποδεσμευτεί από το σώμα και να ταξιδέψει μακριά, πολύ μακριά. Στο παρελθόν ίσως, μάλλον στο παρελθόν.
Οι χτύποι δυνάμωσαν αφυπνίζοντας ξαφνικά μια πολύ παλιά ανάμνηση, κι όμως τόσο ζωντανή, σαν να την είχε διενεργηθεί μόλις πριν από λίγο καιρό. Η εικόνα ξεκαθάρισε και τότε είδε την ψιλόλιγνη φιγούρα του. είδε την ψιλόλιγνη φιγούρα  πατέρα του να στέκεται στο περίγραμμα της πόρτας. Έπειτα τον είδε να τον παίρνει από το χέρι και μαζί να βγαίνουν έξω στο δρόμο. Τώρα περπατά δίπλα του με υπερηφάνεια και τον οδηγεί στο σχολείο, στην πρώτη τάξη του δημοτικού, κρατώντας τον σφιχτά από το χέρι. Αυτή, ίσως ήταν η μοναδική ευτυχισμένη εικόνα που θυμόταν από εκείνον, έπειτα το μόνο που επικρατούσε στην καρδιά του ήταν η λαχτάρα, η νοσταλγία για τη σχεδόν μόνιμη απουσία του. Τόσες δεκαετίες είχαν περάσει από τότε, και όμως θυμόταν την κάθε αίσθηση, την κάθε λέξη του, και το όμορφο, πλην μελαγχολικό χαμόγελό του. Ο πόνος και η νοσταλγία, μπλεγμένα μαζί σε έναν κόμπο, στάθηκαν πάλι, όπως πάντα στο λαιμό του φράζοντας ένα λυγμό. Θεέ, πώς είναι δυνατόν να τον διαφεντεύει τόσο το παρελθόν;  Αλλά και το παρόν;  Πόσο διαφορετικό και πόσο όμοιο έγινε με εκείνο;
Νέος ψηλός με όμορφα παρότι κουρασμένα χαρακτηριστικά, με μια μικρή κύρτωση στην πλάτη  εξαιτίας των ατέλειωτων ωρών πάνω στη μηχανή συναρμολόγησης. Ναι, τον έβλεπε καθαρά. Τώρα του άπλωνε το χέρι του για να τον αποχαιρετήσει. Κάτω από τη μασχάλη του το αστραφτερό παιγνίδι που του είχε φέρει από τα ξένα, όπου δούλευε. Νωρίτερα το είχε πετάξει σαν μια έκφραση επανάστασης, αντίστασης και άρνησης… «Έλα  Δημήτρη μου, πάρε το φορτηγό σου. Να, τέτοια ακριβώς συναρμολογεί ο μπαμπάς στη Γερμανία. Παίξε, Δημητράκη και γρήγορα ο χρόνος θα περάσει.» Προσπάθησε να θυμηθεί την απάντηση του, αλλά μόνο τα λόγια του πατέρα του βούιζαν πάντα στο μυαλό του.  Ύστερα σαν σε όνειρο άκουσε εκείνα της μητέρας του ενώ προσπαθούσε να γλυκάνει την πίκρα του, «Ο Μπαμπάς πρέπει να φύγει, για να έχεις εσύ μια καλύτερη ζωή, ένα καλύτερο μέλλον από εμάς. Παίξε, Δημήτρη, παίξε αγόρι μου και ο χρόνος θα κυλήσει πάλι.»  Αλλά η θλίψη του όσο κι αν προσπαθούσε να την κρύψει ήταν πιο μεγάλη, πιο συμπαγής, τόσο που αν άπλωνε τα το χέρι του θα μπορούσε να την αγγίξει.
Την τελευταία φορά που τον είδε , στεκόταν μαρμαρωμένος μπροστά στην πόρτα με τη μικρή ξεχαρβαλωμένη βαλίτσα κοντά στα πόδια του. Τα πόδια του είχαν καρφωθεί στη γη, σαν μια αυτόβουλη οντότητα αρνούνταν να μετακινηθούν, ενώ ο κορμός πάλευε να σαλέψει, να μετακινηθεί για να εξαφανιστεί μια ώρα αρχύτερα πριν το μετανιώσει.  Η ουράνια επιγραφή αναβόσβησε πάλι, η κάθε λάμψη της έσκιζε το μέσα του. Πόνος, απογοήτευση, ματαίωση απελπισία. …  Αυτά ήταν τα αισθήματα που κυριαρχούσαν, του έκοβαν την ανάσα όταν κοιτούσε τις δίδυμες κόρες του να παίζουν στην κουζίνα, κοντά στα πόδια της γιαγιάς τους, και ίσως τότε πιο πολύ. Αναρωτήθηκε αν άξιζε τον κόπο να μεγαλώσουν δίπλα του, να απορροφήσουν από τη απύθμενη μελαγχολία και την αυτοκαταστροφική του φύση. σαν να προετοιμαζόταν να κάνει εκείνο τα άλμα που λογάριαζε από την πρώτη στιγμή που του ανακοίνωσαν την απόλυση του με εκείνο το παγωμένο ύφος, χωρίς ίχνος ενοχών ή συμπόνιας.
Ένα παράξενο, διαχειμασμένο εδώ και χρόνια συναίσθημα τον πλημμύρισε ξαφνικά, και αμέσως σαν σε όνειρο άκουσε πάλι τη φωνή του πατέρα του να του λέει με εκείνη τη βραχνάδα που έβαφε τη φωνή του κάθε φορά που θαύμαζε κάποιο από τα κατορθώματα του γιου του. «Παίξε, Δημήτρη μου, παίξε και αύριο όλα θα είναι πιο φωτεινά»………
[απόσπασμα]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου